Γ' Μέρος - Κεφάλαιο (61)

Start from the beginning
                                    

«Νόμιζα ότι δεν ήθελες να είμαστε φίλοι», του θυμίζω.

«Ναι. Αλλά αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος να βρίσκομαι κοντά σου... τότε το δέχομαι», εφόσον όμως δεν είναι εξοικειωμένος με την έννοια «φίλος» καλύτερα να διευκρινίσω δύο τρία πράγματα.

«Απλώς φίλοι. Χωρίς προνόμια», πιάνει το νόημα. Μόλο που όπως καταλαβαίνω δεν θέλει. Το βλέμμα του γίνεται πειρακτικό.

«Πες το ξανά γατούλα και ίσως το πιστέψεις», προσπαθώ στην διάρκεια του γεύματος να τον πείσω να αλλάξει γνώμη περί αυτού όμως το γυρνάει στο αστείο και οι δυο μας παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής με γέλια και αθώα πειράγματα.

Η θεία Λένα έχει φύγει για το δικό της σπιτικό οπότε απομένουμε οι τρεις μας. Για λίγο μονάχα, καθώς μας έχει καλέσει για βραδινό στο πατρικό τους απόψε. Με τη μαμά αγκαλιά στον καναπέ ενημερώνουμε τον Τέο για τον φιλήσυχο σύζυγο της θείας Λένας και τα ξαδέρφια μου. Την κουμπάρα τους που βάφτισε τον πρώτο τους γιο, την Αγγελική και την μικρή της κόρη την Μαρία.

Αλλά εκείνος είναι απτόητος, αυθόρμητος με τους αστεϊσμούς και τις πλάκες του θα την βγάλει την νυχτιά τον καθησυχάζει η μαμά. Του επιτρέπει να οδηγήσει το παλιό αυτοκίνητο του μπαμπά για να μεταβούμε στα Χανιά και να φτάσουμε ακέραιοι στην ώρα μας για το δείπνο.

Η υποδοχή μας είναι λαμπρή και μεγαλειώδης. Η θεία Λένα συγκινημένη παρακολουθεί εμένα και τα ξαδέρφια μου να ανταμώνουμε όπως πρώτα που ήμασταν μικρά και κυνηγιόμασταν γύρω-γύρω από το καλοστρωμένο τραπέζι με τα γιορτινά σερβίτσια και τις λιγουρευτές νοστιμιές.

Και τι νοστιμιές μας επιφυλάσσει τώρα... από ότι φαίνεται για να βοηθήσει την θεία μας έκανε την τιμή να εμφανιστεί η πεθερά της, η κυρία Γιώτα. Για το καλό όλων μας ας ελπίσουμε να μείνει απασχολημένη στην κουζίνα καθόλη τη διάρκεια της βραδιάς.

Παρόλο που το ενδιαφέρον των περισσότερων είναι στραμμένο στη μαμά και την υγεία της εγώ τρώω γερή φλασιά σαν αντικρίζω την ξαδέρφη μου την Μαργαρίτα. Στο κεντημένο της φόρεμα ένα μικρό κοριτσάκι βαστιέται ντροπαλό κοιτώντας όλους εμάς με ύφος ανήσυχο.

«Είναι η κόρη σου;», κατανεύει κουνώντας το κεφάλι απανωτά.

Με την Μαργαρίτα μικρές ήμασταν αχώριστες. Όπως οι μητέρες μας θεωρούσαμε πως κι εμείς ήμασταν αδερφές. Δύο χρόνια διαφορά έχουμε μονάχα κι όμως εκείνη έχει ήδη ζήσει την ζωή της γεμάτη. Παντρεύτηκε στα δεκαεννιά της με έναν άνδρα τον οποίο ελάχιστες φορές γνώρισα στη ζωή μου και δεν κατάφερα ποτέ να συμπαθήσω.

Πρωταθλητές στην Αμαρτία Where stories live. Discover now