<Τι εννοείς?> Τον ρώτησα με σηκωμένο το φρύδι.

<Θα δεις!> Απάντησε με δύο λέξεις και ξάπλωσε ξανά, βάζοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι του.


.

.

.

.

<Λίζα!!!> Τον άκουσα να φωνάζει από το μπάνιο. 

<Τι έπαθες?> Φώναξα και εγώ στον ίδιο τόνο για να με ακούσει.

Έβγαλα την τοστιέρα από την πρίζα και πήγα να δω τι ήθελε. 

<Μπαίνω!> Είπα και λίγο πριν ανοίξω την πόρτα την άνοιξε εκείνος και έπεσα πάνω του.

<Γιατί δεν μου το είπες?> Με ρώτησε ενώ προσπαθούσα να συνέλθω από την σύγκρουση του κεφαλιού μου, με το σκληρό του στήθος.

<Τι λες παιδάκι μου?> Και το μάτι μου έπεσε στις σταγόνες που έτρεχαν πάνω στο κορμί του.

<Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι στις...> Δεν ολοκλήρωσε την πρόταση, περιμένοντας εμένα να το κάνω.

<Τι θες να πεις πουλάκι μου?> Τον ρώτησα για δεύτερη φορά και εκείνος άρχισε να ξεφυσάει. 

<Ότι να σου...> Αλλά πάλι σταμάτησε περιμένοντας να καταλάβω.

<Θα μου πεις? Η θα συνεχίζεις να αναστενάζεις?> Τον ρώτησα γιατί η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείτε.

<Γιατί δεν μου είπες ότι είσαι στις μέρες σου?> Με ρώτησε με ποιο ήρεμο τόνο.

<Ποιες μέρες μου? Πας καλά?> Φώναξα μιας και δεν έβγαζαν νόημα αυτά που έλεγε. <Αααα....!!!> Και τότε κατάλαβα. <Αυτές τις μέρες εννοείς!> Και μου κούνησε το κεφάλι θετικά. <Δεν πρόλαβα!> Προσπάθησα να δικαιολογηθώ.

<Τι εννοείς δεν πρόλαβες ρε συ Λίζα! Δεν είχες χρόνο να πεις δύο λέξεις?> Και τώρα άρχισε να νευριάζει εκείνος.

<Εντάξει πως κάνεις έτσι?> Και άρχισα να μυρίζω κάτι άλλο εκτός από το σαμπουάν του. <Τα τοστ!> Είπα ξαφνιασμένη στον εαυτό μου και έτρεξα στην τοστιέρα αφήνοντας την συζήτηση μας.

<Πες μου μόνο ότι δεν έγιναν κάρβουνα!> Ακούστηκε σαν παράκληση. 

<Όχι μια χαρά είναι!> Του απάντησα, μόλις άνοιξα την τοστιέρα και τα έβαλα σε ένα πιάτο. <Έλα να φας> Τον προσκάλεσα στο μεγάλο μας τραπέζι, βάζοντας το πιάτο στην θέση που κάθεται. 

Κάνε με δική σου!Where stories live. Discover now