Η μαμά βρισκόταν από νωρίς στην κουζίνα.
Ούτε αυτή είχε ύπνο.Δεν μου φάνηκε περίεργο.
Όταν ήθελε να μου φτιάξει το κέφι πάντα έφτιαχνε διαφορά γλυκίσματα.

Δεν μίλησα..απλά πήγα κ χώθηκα στην αγκαλιά της.
Με αγκάλιασε.Με αγκάλιασε σφικτά.

«.. Μαμά...» της είπα αδύναμα.
Ένα βάρος στο στήθος μου δεν με άφηνε να πάρω ανάσα.

Τα μάτια της πλημμύριζαν από κατανόηση.

« Μικρό μου κοριτσάκι...» είπε συγκινημένη κ με φίλησε στο κεφάλι.
«...να προσέχεις..και μην αργήσεις..» συνέχισε.

Με έχει μάθει πλέον.
Κάθε χρονιά..  παραμονή Χριστουγέννων.. Έβγαινα από το σπίτι για να ηρεμήσω.

Έτσι κ φέτος..

«.. Σαγαπάω πολύ..» της είπα με βουρκωμένα μάτια.

{}

23:00 το βράδυ και οι δρόμοι άδειοι..

Ο παγωμένος αέρας χτύπησε ανελέητα το πρόσωπο μου κάνοντας τα μάτια μου να δακρύσουν από το κρύο.

Έσκυψα το κεφάλι και προχώρησα προς το πάρκο της γειτονιάς μου βάζοντας τα ακουστικά στα αυτιά μου.

{}

Ερημιά. Κανένας δεν ήταν εκεί.
Αυτό με χαροποίησε λίγο.
Εγώ κ η μοναξιά μου.Και δεν ήθελα τίποτα να μου το χαλάσει αυτό..

Η ώρα είχε πάει 12 και.Έβγαλα λίγο τα ακουστικά μόνο και μόνο για να ακούσω τι;!
Οι φωνές των ανθρώπων στα σπίτια τους ερχόντουσαν στα αυτιά μου σαν ψίθυροι.
Γιόρταζαν και περνούσαν καλά.

Ένιωσα τα μάτια μου υγρά.
Και δεν ήταν από το κρύο.

Μου έλειπαν..

{}

Τα μάτια μου θολά και έπαιζαν παιχνίδια.
Έβλεπα κάτι μαύρο να κινείται στο βάθος.. μα η όραση μου δεν μου επέτρεπε να διακρίνω τι ήταν.

Σκούπισα τα μάτια μου γρήγορα.
Κάποιος ήταν..
Και κάθισε στις κούνιες πιο πέρα πλάτη σε εμένα.

Κρατούσε ένα μπουκάλι στο χέρι του.
Από κάπου το έσκασε αυτός ο μεθυσμένος.

Δεν πέρασε καλά στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι μου φαίνεται..

Ήθελα τόσο να τον πλησιάσω.
Αλλά δεν το έκανα.

Που να μπλέκεις με τον τρελό τώρα βραδιάτικα;

ᴡʜᴇɴ ᴅʀᴇᴀᴍs ᴄᴏᴍᴇ ᴛʀᴜᴇ.  (ΥΠΌ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Where stories live. Discover now