Κάθε φυσιολογικό ζευγάρι θα θρηνούσε για ότι του συνέβη και θα προσπαθούσε να συνεχίσει την ζωή του. Θα πονούσαν, ίσως να απογοητεύονταν και με την δυσάρεστη αυτή εξέλιξη αλλά σίγουρα δεν θα αντιδρούσαν με θυμό για τον σύντροφο τους. Αυτοί οι δύο όμως μόνο αυτό είχαν μάθει να κάνουν. Στα δύσκολα πάντα έφταιγε ο άλλος. Ότι και να είχε γίνει, όσα χρόνια και να είχαν περάσει ποτέ δεν είχαν σκεφτεί πως κάποια πράγματα απλά τυχαίνουν. Και ενώ έδειχναν στην κόρη τους διπλάσια αγάπη από πριν προκειμένου να σταθούν όρθιοι μεταξύ τους είχαν χάσει το παιχνίδι.
Οι γύρω τους το έβλεπαν, και όποιος τους ήξερε καλά, όπως ο Άγγελος έβλεπε την καταιγίδα να πλησιάζει.
-Μάνα, δεν είναι καλά... δεν τους βλέπεις; Ούτε μιλάνε σχεδόν πια, και ο Άκης μου είπε ότι η αδερφή μου κοιμάται πια στον καναπέ.... Θα σκοτωθούν πάλι....
-Όχι βρε αγόρι μου, δεν νομίζω.... άστους. Θα περάσει ο καιρός και θα είναι καλά. Θλιμμένοι είναι όχι θυμωμένοι....
-Μιλάς λες και δεν τους ξέρεις. Πότε αντέδρασαν φυσιολογικά αυτοί οι δυο; Ασε και ξέρω τι σου λέω, πρέπει να επέμβουμε εμείς τώρα που είναι νωρίς... πριν γίνει πάλι καμία βλακεία! Είπε ανήσυχος ο Άγγελος και επέμενε να κάνουν κάτι για να τους φέρουν πιο κοντά. Είχε δίκιο που φοβόταν, και λογικά σκεφτόταν πως έπρεπε να τους φέρει κοντά για να ηρεμήσουν τα πράγματα, αυτό που τότε δεν ήξερε ήταν ότι είχε αργήσει να αντιδράσει, το ηφαίστειο είχε ήδη αρχίσει να βγάζει την λάβα του...
Ο Άγγελος με την Έλενα τους κανόνισαν ένα ταξίδι στο Παρίσι με την ελπίδα πως αν έφευγαν και άλλαζαν περιβάλλον θα ηρεμούσαν και οι δύο. Αρχικά αρνήθηκαν αλλά τελικά πείστηκαν πως αυτό ήταν το καλύτερο στην παρούσα φάση.
Ήταν καθισμένοι στις θέσεις τους στο αεροπλάνο και η Νάνσυ κοιτούσε ανήσυχη συνεχώς γύρω της, έτρεμε τις πτήσεις και τις απέφευγε αλλά όποτε είχε χρειαστεί να ταξιδέψει ο Άκης ήταν αυτός που την ηρεμούσε και της μιλούσε για να την κάνει να ξεχαστεί από τον φόβο της. Κάπως έτσι έκανε το ίδιο και αυτή την φορά χωρίς όμως να έχει την ίδια επιτυχία με το παρελθόν. Όλη η ένταση που κουβαλούσε μέσα της έβγαινε τώρα με τη μορφή του φόβου για την πτήση που θα έκαναν.
Κλώτσησε με δύναμη την καρέκλα του μπροστινού του και γελούσε μόνος του. Ο κύριος που καθόταν στην θέση μπροστά του γύρισε το κεφάλι του νευριασμένος και κοίταξε τον Άκη.
-Ωπ! Κατά λάθος... είπε ο Άκης χαμογελώντας ελαφρά.
Γύρισε στην θέση του και τότε ο Άκης ξανακλότσησε με περισσότερη δύναμη την θέση του. Η Νάνσυ τον αγριοκοίταξε εκνευρισμένη. Δεν καταλάβαινε τι τον είχε πιάσει και έκανε σαν χαζός. Και πάνω που ήταν έτοιμη να του βάλει τις φωνές την πρόλαβε ο κύριος μπροστά της. Άρχισε να φωνάζει και ο Άκης του φώναζε και αυτός. Εμφανίστηκε η αεροσυνοδός η οποία τους παρακάλεσε να σταματήσουν και ενώ ο άντρας μπροστά τους γύρισε ξανά το κεφάλι του συνέχισε να μουρμουράει ενώ το ίδιο έκανε και ο Άκης.
-πας καλά; Τι μαλακίες κάνεις τώρα; Τι είναι αυτό; Του είπε η Νάνσυ αυστηρά.
-Τι έκανα τώρα; Προσπαθούσα να βολευτώ, αν ο κύριος είναι παράξενος δεν φταίω εγώ.
-Τον κλοτσάς παιδάκι μου, τι λες;
-Σιγά... ίσα που ακούμπησα την θέση του. Υπερβολές φώναξε για να τον ακούσει ο μπροστινός και συνέχισε προς τη Νάνσυ... λύσε την ζώνη σου.
-Άκη τι σε έχει πιάσει; Τι κάνεις τώρα; Σε παρακαλώ... μπορείς τουλάχιστον να μην το συνεχίζεις;
-Οκ. Αλλά λύσε την ζώνη σου...
-Γιατί; Αφού δεν.... Πήγε να πει και κοίταξε στα αριστερά της, το αεροπλάνο είχε απογειωθεί και βρισκόταν πια πάνω από τα σύννεφα. Το χειρότερο κομμάτι, αυτό που την τρόμαζε είχε περάσει και εκείνη ούτε που το είχε καταλάβει. Τον κοίταξε και εκείνος της έκλεισε το μάτι. Δεν ήταν παλαβός, ούτε είχε όρεξη να καυγαδίσει με κανέναν, ήθελε απλά να βρει έναν τρόπο να την κάνει να ξεχαστεί και να μην καταλάβει την απογείωση, και όπως ήταν φανερό τα είχε καταφέρει. Έπιασε το χέρι του και έμπλεξε τα δάχτυλα της με τα δικά του ενώ του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. Κάτι τέτοιο μόνο ο Άκης θα σκεφτόταν να κάνει, για αυτό και τον αγαπούσε τόσο πολύ ακόμα.
Έφτασαν στο Παρίσι και πήγαν να αφήσουν τα πράγματα τους στο ξενοδοχείο. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά η πόλη παρόλο που ήταν παγωμένη έμοιαζε πανέμορφη. Ο Άγγελος και η Έλενα το είχαν παρακάνει. Τους είχαν κλείσει μια Σουίτα η οποία στο δωμάτιο είχε ένα τεράστιο κρεβάτι στολισμένο με ροδοπέταλα. Δίπλα στο κρεβάτι τους περίμενε μια παγωμένη σαμπάνια. Αν ξάπλωνες στο κρεβάτι και κοιτούσες το παράθυρο απέναντι με τις τεράστιες μπεζ κουρτίνες έβλεπες τον επιβλητικό Πύργο του Άιφελ. Όλα τα έπιπλα του δωματίου τους ήταν κλασικά, μεγάλα και σκαλισμένα με σκούρο ξύλο και βελούδινα μπεζ και μπορντό υφάσματα. Έμοιαζε με μικρό παλάτι και είχε μια μεγαλοπρέπεια που τους έκανε να νιώθουν κάπως αμήχανοι μπροστά σε όλα αυτά τα αντικείμενα που ήταν γύρω τους.
Όταν έμειναν μόνοι τους αφού εξερεύνησαν για λίγο τον χώρο η Νάνσυ στάθηκε ενθουσιασμένη στο παράθυρο και κοιτούσε την θέα.
-Το βράδυ θα είναι μαγικά εδώ πάνω.
-Ε τότε εγώ λέω...απόψε να μείνουμε μέσα... τι λες; Της είπε και την φίλησε στο λαιμό αγκαλιάζοντας την από πίσω. Γύρισε προς το μέρος του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση του φέρνοντας τα σώματα τους πιο κοντά. Τον φίλησε απαλά στα χείλη και συνέχισε με ένα πιο υγρό φιλί.
-Ή μήπως να μείνουμε μέσα όλη μέρα; Αστειεύτηκε ο Άκης και εκείνη τραβήχτηκε ναζιάρικα μακριά του. Αποφάσισαν να φύγουν γρήγορα αν σκόπευαν να δουν καθόλου το Παρίσι γιατί αν έμεναν λίγο ακόμα δεν θα έβγαιναν ποτέ από εκείνο το δωμάτιο.
Η μαγεία της πόλης και το μεγαλόπρεπο δωμάτιο τους έκαναν για λίγο να ξεχάσουν όλα όσα είχαν στο μυαλό τους. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και σαν να ήταν όπως πριν χάσουν το μωρό. Περπατούσαν ώρες και έβγαζαν φωτογραφίες, γελούσαν, θαύμαζαν και απολάμβαναν το ταξίδι τους έχοντας αφήσει πίσω τους όλα τα προβλήματα. Έμοιαζε πως όλα τα σύννεφα είχαν διαλυθεί και όλα ήταν καλά. Ζούσαν μια ουτοπία!
Αργά το απόγευμα κουρασμένοι πια και οι δύο επέστρεψαν στο ξενοδοχείο. Έκαναν ένα μπάνιο και ξάπλωσαν έχοντας και οι δύο το ίδιο πράγμα στο μυαλό τους. Ξεκίνησαν να φιλιούνται και να αγγίζει ο ένας τον άλλο όπως ακριβώς ήξεραν πια τόσα χρόνια μετά. Και η ανάγκη τους και το πάθος ήταν τόσο έντονα που θέλησαν να ενωθούν αμέσως. Η Νάνσυ τράβηξε τον Άκη επάνω της και απαίτησε να μπει μέσα της, αυτός υπάκουσε και ενώ περίμεναν έκρηξη πάθους εκείνη δεν ένιωθε τίποτα. Η στύση του είχε χαθεί. Τον κοίταξε με απορία και όταν κατάλαβε τι είχε συμβεί τον πέταξε απότομα από πάνω της και του γύρισε την πλάτη.
-Βέβαια! Δεν σου κάνω πια...
-Τι λες τώρα αγάπη μου;
-Αυτό που βλέπω λέω... μόλις μπήκες μέσα μου σου έπεσε! Δεν είμαι γυναίκα πια και το σκέφτεσαι, το βλέπω το έδειξες μόλις τώρα.
-Δεν έχει καμία σχέση αυτό.. απλά είμαι κουρασμένος μάλλον...
-Κουρασμένος; Εσύ; Ξεχνάς ότι δεν γνωριστήκαμε εχθές; Ξέρεις πόσες φορές έχεις υπάρξει κουρασμένος και ήσουν μια χαρά; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ... και μια χαρά ξεκούραστος ήσουν πριν μπεις στην «άδεια» περιοχή μου.
-Νάνσυ ηρέμησε και σταμάτα αυτή την κουβέντα τώρα. Φώναξε και σηκώθηκε όρθιος να ντυθεί.
-Γιατί; Δεν σε συμφέρει; Τι νομίζεις; Ότι δεν βλέπω τόσο καιρό; Ότι είμαι ηλίθια; Έχω δει πως με κοιτάς Άκη, το ξέρω ότι με λυπάσαι, ότι δεν με βλέπεις πια σαν γυναίκα.
-Γιατί μου έδειξες ότι είσαι γυναίκα; Που έχεις κλειστεί στο καβούκι σου και ούτε μου μιλάς πια; Τι θες να κάνω και εγώ; Πόσο να σε παρακαλέσω; Εντάξει... ήταν τραγικό αυτό που έγινε αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου...
-Είσαι σοβαρός; Δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου; Αλλά βέβαια... εσύ έτσι το βλέπεις... εσύ δεν κόντεψες να πεθάνεις.... εσύ δεν έχασες τον ανδρισμό σου, εσύ δεν.... ΔΕΝ ΗΣΟΥΝ ΕΚΕΙ ΓΑΜΩΤΟ. Ούρλιαξε λαχανιασμένη που επιτέλους τα είχε βγάλει από μέσα της.
-Δεν ήμουν εκεί; Παράτησα τη δουλειά μου για να έρθω κοντά σου και το ξέρεις καλά. Νομίζεις εγώ δεν λυπήθηκα, δεν πόνεσα; Δικό σου είναι το φταίξιμο, πονούσες από το πρωί και δεν έκανες τίποτα για να μας αποδείξεις τι; ότι είσαι δυνατή; Ήταν υποχρέωση σου να τρέξεις στον γιατρό και εσύ όλη μέρα μου έλεγες ότι δεν έχεις τίποτα. Ποιος φταίει λοιπόν για πες μου;
Καυγάδιζαν για πολλή ώρα ακόμα, και έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα από κάθε τι. Να ρίχνει ο ένας ευθύνες στον άλλο, να κατηγορούν και να φωνάζουν λόγια που κατά βάθος δεν εννοούσαν. Είπαν βαριές κουβέντες... πιο βαριές από ποτέ. Σταμάτησαν μόνο όταν δεν είχαν πια άλλη δύναμη να μιλήσουν, όταν δεν άντεχαν άλλο και τους είχε μείνει μόνο πίκρα από την γεύση όσων είχαν ειπωθεί.
-Δεν αντέχω άλλο. Δεν μπορώ! Θέλω μια κανονική ζωή. Πάντα κάτι γινόταν και πάντα κάτι θα γίνεται με εμάς... αλλά κουράστηκα. Δεν αντέχω άλλο... άδειασα μέσα μου.
-Άδειασες; Γιατί εγώ νομίζεις δεν κουράστηκα;
-Ωραία τότε. Ας χωρίσουμε. Φτάνει πια.
Συμφώνησαν και οι δύο και ο Άκης έφυγε από την Σουίτα γιατί δεν άντεχαν να κοιμηθούν στο ίδιο δωμάτιο. Γύρισαν την επόμενη μέρα με διαφορετικές πτήσεις στην Αθήνα και εκτός από το απόγευμα της επόμενης που εκείνος πήγε στο σπίτι τους να πάρει κάποια πράγματα του και να δει την μικρή δεν συναντήθηκαν ούτε μίλησαν για πολλές μέρες μετά.
Ο Άκης επέστρεψε στο παλιό του σπίτι και δούλευε σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο για να ξεχνιέται. Το είχε ξανακάνει και το ήξερε πια καλά το κόλπο για να ξεπεράσει τον χωρισμό τους. Μήπως ήταν και η πρώτη φορά άλλωστε; Θυμόταν τα λόγια που είχαν πει στην Γαλλία και γελούσε με τα ψέματα που έλεγαν μεταξύ τους. Πως θα μπορούσε να έχει όντως αδειάσει; Δεν ήξερε πως είναι να μην την αγαπάει, να μην την σκέφτεται και να μην την έχει ανάγκη. Αυτό έκανε όλη του τη ζωή, αυτό ήθελε και μόνο αυτό γνώριζε. Λάθη και λάθη και ξανά λάθη, που πάντα οδηγούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Να λένε λόγια που πονάνε και που δεν εννοούν. Δεν θα άλλαζαν ποτέ αυτοί οι δύο. Λες και είχαν κολλήσει για πάντα στην εφηβεία που ήταν όταν γνωρίστηκαν.