Η Νίκη με πήρε ξανά δυο φορές τηλέφωνο, όμως εγώ δεν το σήκωνα. Με έπαιρνε και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Το απενεργοποίησα. Αποφασησα αφού μου δόθηκε επιτέλους η ευκαιρία, να ζήσω για εμένα και όχι για τους άλλους. Έπαψα να νοιάζομαι για το τι θα έλεγαν οι άλλοι. Ειμουν χαρούμενος μετά από τόσο καιρό. Έβγαλα τέλειος τους γονεις μου από μέσα μου. Είμαι βέβαιος πως η γιαγιά θα χαιρόταν πολύ για αυτό γιατί πάντα μου έλεγε να μην τους παίρνω τόσο πολύ στα σοβαρά, στα σοβαρά έπρεπε να παίρνω εμένα!
Χωρευαμε κάτω απ'τα αστραφτερά φώτα του κλαμπ. Ιπια και αλκοόλ, ιπια παρά πολύ και ειμουν περήφανος για αυτό. Κάπνησα και ναργιλέ κιόλας, πλάκα είχε. Ο Ανδρέας ούρλιαζε γεμάτος χαρά μέσ'το πλήθος. Τον κοίταζα και γελούσα επειδή ήταν λες και μας κρατούσε κάποιος για πολλά χρόνια φυλακησμένους και ξαφνικά μας ελευθέρωσε. Μετά συνειδητοποίησα πως αυτό μπορεί να ήταν και αλήθεια. Ο καθένας μας κουβαλάει και από ένα πρόβλημα, το οποίο είτε το έχει από μόνος του, πάντα το είχε, η του το φόρτωσαν άλλοι. Όμως απόψε ειμασταν όντως ελεύθεροι. Μπορούσαμε να κάνουμε ο,τι θέλουμε, να τα γκρεμίσουμε όλα. Ειμασταν μακρυά απ'τα σπίτια μας, πράγμα που σημαίνει τέλος τα προβλήματα!
Ο Ανδρέας έπεσε πάνω μου και με αγκαλιασε. Χοροπηδουσαμε μαζί, χοροπηδουσαμε μέσ'τα έντονα χρώματα, το κόκκινο, το πράσινο, το κίτρινο, το ροζ, το μοβ, το μπλε. Χοροπηδουσα προσπαθοντας να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνετε. Το τραμπολίνο κάτω στα πόδια μου ήταν έτοιμο να σκηστεί Εγώ συνέχισα να πηδάω, χαμένος μέσα στα χρωματιστά φωτα. Γελούσα ζωηρά, ειμουν μια σταλιά μικρό παιδάκι, δεν είχα κλείσει ούτε τα 10 ακόμα. Η μητερα μου φώναζε απ'την κουζίνα καθώς μαγείρευε, να προσέχω μην πέσω και χτυπήσω. Εγώ όμως δεν μπορούσα να την ακούσω, η μουσική μέσ'το κλαμπ ήταν τόσο δυνατή.
Ο Ανδρέας πηδούσε και αυτός μαζί μου, κρατώντας ένα μεγάλο πλαστικό ρόπαλο που είχα μέσα στα παιχνίδια μου, χτυπόντας δυνατά τον πολυέλαιο του σαλονιού προκειμένου να τον κάνει κομμάτια και να εκνευρίσει την μητέρα μου. Συνέχισα να χοροπηδάω πάνω στο τραμπολίνο, όμως ξαφνικά έχασα την ισορροπία μου και έπεσα κάτω στο χαλί, πάνω σε κάτι άσπρες μπίλιες που είχα ξεριζώσει από το φόρεμα μιας προσελανινης διακοσμητικής κούκλας που είχαμε στο σαλόνι.
Με την πτώση μου οι μπίλιες πετάχτηκαν στον αέρα...και δυστιχως μια προσγειώθηκε μέσα στο στόμα μου...Αρχησα να βήχω δυνατά, πνιγόμουν..." ΒΟΗΘΕΙΑ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΠΝΙΓΕΤΑΙ...", άκουσα την μητέρα μου να ουρλιάζει...
Αρχησα να βήχω έντονα...
"Πνιγηκες ;", με ρώτησε γεμάτος πόθο ο Ανδρέας
"Ναι..."
"Βάλ'τη πάλι μεσ'το στόμα σου..."
"Εσύ βαλ'τη μου..."
Του εγλυφα την πουτσα, κρατώντας την σφυχτα με τα χέρια μου έτσι όπως με είχε ξαπλώσει. Την ένιωθα τόσο υγρή μέσα στο στόμα μου, ρουφωντας την απαλά απ'άκρη σ'άκρη. Τον κοίταζα μεσ'τα μάτια. Αναστέναζε δυνατά μέσ'το δωμάτιο, κρατώντας με σφυχτα απ'τον λαιμό.
Οι κινήσεις του άρχισαν να γίνονται ακόμα πιο έντονες.
"Αχ...πιο σιγά...", βογκουσα πεσμένος επάνω στο μαξιλάρι
Εκείνος με κρατούσε απ'τους ώμους, αναστεναζοντας με όλη του την δύναμη.
Καθώς χωρευα μέσα στο κλαμπ γεμάτος ενέργεια, η μουσική ξαφνικά καλύφτηκε από ένα όμορφο σιγανό τραγούδι που μου έβαλε με κάτι ακουστικά ο Ανδρέας. Γυρησα και τον κοίταξα, βλέποντας τον να μου χαμογελά και να λικνιζει απαλά το κορμί του γύρω από εμένα. Έκλεισα τα μάτια μου, νιώθοντας να χάνομαι στην απαλή μελωδία του τραγουδιού. Το ήξερα αυτό το τραγούδι, ήταν το Black Friday του Tom Odell. Όλα γύρω μου σώπασαν, φαινόντουσαν πιο ήρεμα, πιο γαλήνια, βυθισμένα στον πάτο του ωκεανού...