Πόσο γρήγορα αντέδρασε εκείνος... Πόσο τον ευγνωμονούσε που έβγαλε στα γρήγορα το σακάκι του και της το φόρεσε, βιαστικά, άτσαλα, αλλά τόσο αποτελεσματικά. Τι είχαν προλάβει να δουν οι γύρω; Δεν ήθελε να το σκέφτεται, όχι, όχι...Όρμησε στα τυφλά προς την έξοδο της σάλας. Ήθελε να κρυφτεί, να σκεπάσει το σώμα της, να σκεπάσει την ψυχή της που είχε και αυτή εκτεθεί. Ιδέες απαξίωσης, ιδέες κομπλεξικές, ιδέες αυτοταπείνωσης την κατέκλυσαν, εκείνη η παλιά χαμηλή εικόνα εαυτού, που θα ήταν για πάντα κολλημένη στο μυαλό της' όσο όμορφα φορέματα και να φορούσε, όσα και να κατάφερνε στη δουλειά της, θα παρέμενε κατά βάθος ανίκανη και γκαφατζού, ένα άτομο που τραβούσε πάνω του την ξεφτίλα. Τι εξευτελισμός... Την ώρα που το έπαιζε μοιραία... Δεν ήταν γι' αυτή αυτά, δεν ήταν... Έτρεξε στους διαδρόμους, σκουντουφλώντας. Ήθελε να κλείσει την πόρτα του δωματίου πίσω της, να ξαναγυρίσει στο βολικό σκοτάδι, στο περιθώριο, όπου τα λάθη συγχωρούνται αφού δεν τα βλέπει κανείς.
Με χέρια που τρέμανε έψαξε στο κρεμαστό τσαντάκι της την κάρτα του δωματίου της. Γρήγορα, γρήγορα... Να μαζευτεί, να ξεντυθεί, να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα την ντροπή, την ταπείνωση που ένιωσε... Να κρυφτεί έπρεπε... Για μέρες, για χρόνια. Μέχρι να ξεχάσει ο Αλεξανδράκης και οι άλλοι πόσο γελοία φάνηκε σε αυτό το πάρτι. Η κάρτα της έπεσε, έσκυψε και τη μάζεψε. Την έβαλε στην εγκοπή αλλά η πόρτα δεν άνοιγε. Ξανά και ξανά, έβαζε και έβγαζε την κάρτα στην εγκοπή της πόρτας, και αυτή έβγαζε κοροιδευτικά το κόκκινο φωτάκι της απαγόρευσης. Ούτε να μπει στο δωμάτιο δεν μπορούσε...
" Κάτσε να βοηθήσω..." άκουσε τη φωνή του πίσω της. Της ήρθε να εξαυλωθεί, να σκύψει τόσο ώστε να βυθιστεί κάτω από τα σανίδια του διαδρόμου, να χαντακωθεί κάπου... Της πήρε την κάρτα από τα χέρια και βάζοντάς την ήρεμα στην σχισμή, η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Δεν μπορούσε ούτε ευχαριστώ να του πει... Δεν μπορούσε να μιλήσει, δεν μπορούσε να τον κοιτάξει.
Μπήκε στα τυφλά στο δωμάτιο, στραβοπατώντας. Τι το ήθελε το αλκοόλ και τα ουίσκια; Το στομάχι της ούρλιαζε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν, αόρατα κύματα την χτυπούσαν και την στέλνανε σε αόρατους βράχους. Ξαφνικά, έπαψε να την νοιάζει το οτιδήποτε. Ήταν τόσο κουρασμένη, με μία χρόνια κούραση, με αυτή την κούραση που έχουν οι άνθρωποι που ζουν τη ζωή τους με κανόνες και "πρέπει". Τον έσπρωξε προς την πόρτα, με τα μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπό της, ανακατεμένα, απελπισμένα και αυτά. Τον χτύπησε με τις παλάμες της: " Φύγε! Θέλω να μείνω μόνη! Φύγε!"
" Θα φύγω, θα φύγω" της είπε κατευναστικά, με τη φωνή που θα χρησιμοποιούσε σε ένα παιδί. " Θα φύγω" ξαναείπε, με σιγανή φωνή.
Την έπιασε τρέλα, ένας πανικός που δεν είχε τρόπο να εκτονωθεί. Πλησίασε στο μισοσκόταδο την ντουλάπα, έβγαλε τη βαλίτσα της και άρχισε να ρίχνει ρούχα μέσα της. " Θα φύγω εγώ" στρίγγλισε. " Θα φύγω από δω, δεν ξέρω τί κάνω εδώ, δεν ξέρω ποια είμαι..." Του έδειξε το φόρεμα τραβώντας το, με μανία. " Ούτε καν αυτό το φόρεμα δεν είναι δικό μου...! Παράτα με και φύγε, θέλω να ετοιμαστώ"
" Είσαι πολύ ταραγμένη και δεν βλέπω τον λόγο. Δεν έγινε δα και τίποτα" της είπε. Ο ήρεμος τόνος του την εκνεύρισε. Την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο υστερική, ακόμα πιο ασταθής και ανώριμη.
Τον κοίταξε με παραίτηση: " Θέλω απλώς να μείνω μόνη" είπε με ξεφούσκωτη οργή. " Νομίζω πως έχω μεθύσει..." Όρμησε πάλι καταπάνω του και τον έσπρωξε, νιώθοντας τον αστράγαλό της να σπάει πάνω στα ψηλοτάκουνα. Ταλαντεύτηκε, λύγισε, κόντεψε να πέσει. Εκείνος την αγκάλιασε με δύναμη, κυκλώνοντάς την με τα χέρια του.
" Σσσσ, σταμάτα" της είπε με τα χείλη του πάνω στα μαλλιά της. " Δεν έγινε και τίποτα. Τίποτα δεν έγινε...τίποτα..."
Πόσο ωραία ήταν στην αγκαλιά του. Πόσο διαφορετικά φαινόταν όλα... Η Άννα ένιωσε για πρώτη φορά πως μπορούσε να αφεθεί σε αυτή την αγκαλιά, να αφήσει τα πάντα στην τύχη τους, να αφήσει τα πάντα στα δικά του χέρια. Έτριψε τη μύτη της στο πουκάμισό του, αφήνοντας έκπληκτο τον ίδιο της τον εαυτό. Κάτω από το πουκάμισό του, ένιωθε τη σάρκα του. Ζεστή, παρήγορη, ανακουφιστικά στιβαρή.
Εκείνος έσκυψε και τη φίλησε. Πρώτη φορά τη φιλούσε. Το στόμα ήταν ταυτόχρονα δροσερό και θερμό, τα χείλη του απαλά και σκληρά. Η Άννα ένιωσε πως θα μπορούσε να τον φιλάει για πάντα, χωρίς ποτέ να βαρεθεί. Θα μπορούσε να τον φιλάει για πάντα, χωρίς καν να τρώει, χωρίς να πίνει και να κοιμάται. Ήταν τα φιλιά του ασταμάτητα. Λαίμαργα, κοφτά, αλλά και τόσο τρυφερά.
Τον αγκάλιασε και αυτή. Σφικτά, απελπισμένα, σαν να ήταν η σανίδα σωτηρίας της. " Τι σκατά υπάρχει μέσα σου, Άννα;" τη ρώτησε. " Τι σε πονάει έτσι..."
Η Άννα γύρισε σε εκείνες τις πρώτες μέρες, μετά το ατύχημα. Ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της ακούγοντας διαρκώς το ίδιο τραγούδι. Ο θλιμμένος, επαναλαμβανόμενος τόνος του κομματιού την ηρεμούσε. Την έβγαζε έξω από τη γη, έξω από τη φρίκη, έξω από τον εαυτό της.
This is Major Tom to Ground control,
I' m stepping through the door...
Άρχισε να το σιγοτραγουδάει και τώρα, πόσο τρελό ήταν αυτό;
Αυτός πήρε το τραγούδι από τα χείλη της και το συνέχισε σιγανά: And I' m floating in a most peculiar way, and the stars look very different today...
Της τραγουδούσε ενώ λικνίζονταν στο ρυθμό του τραγουδιού. Χόρευαν με μουσική υπόκρουση τη φωνή του. Είχε μία φωνή μπάσα αλλά τρυφερή, οι λέξεις του χάιδευαν το αυτί της, ο ρυθμός του τραγουδιού την έστελνε κάπου μακριά... Συνέχισε να της τραγουδάει, γλυκά, απαλά, καθησυχαστικά. Συνέχιζαν να κουνιούνται, λες και αν σταματούσαν, θα πέθαιναν. Η Άννα ένιωσε την ψυχή της να ελαφραίνει, να ανεβαίνει ψηλά, και μαζί και το κορμί της να ίπταται, σε ένα χώρο χωρίς βαρύτητα, σε ένα χώρο που τον γέμιζε μόνο η φωνή του.
Έπιασε τα μάγουλά της δυνατά και τη φίλησε διψασμένα.
" Τραγούδα το πάλι" είπε αυτή ξέπνοα. Αυτός έβαλε το στόμα του στο λαιμό της και ξανάρχισε να τραγουδάει, μονότονα αλλά τόσο συναρπαστικά. Έκλεισε τα μάτια της, αφέθηκε στις αισθήσεις της, αφέθηκε στο τραγούδι του, αφέθηκε στα χέρια του που της κατέβασαν στους ώμους το φόρεμα και το άφησαν να πέσει στα πόδια τους. Ήταν γυμνή στην αγκαλιά του πια, αλλά ένιωθε πιο προστατευμένη από ποτέ... Τον τράβηξε προς το κρεβάτι, απαιτητικά. Τον ήθελε πάνω της, ήθελε να λιώσει κάτω από το βάρος του. Όλα τα άλλα είχαν σβήσει, όλα τα άλλα ήταν μακριά...