ΛΗΔΑ
Σήμερα είναι η μέρα που θα έρθουν να με πάρουν. Δεν μπορώ να αποχωριστώ αυτό το σπίτι. Το σπίτι των γονιών μου. Δεν θέλω να βρεθώ σε ένα ίδρυμα μαζί με τόσα άλλα ορφανά παιδιά που θα μου δείχνουν τον οίκτο τους. Δεν θέλω να με πάρουν κάποιοι που δεν γνωρίζω. Θέλω να μείνω εδώ, να νιώθω την παρουσία τους με οποιονδήποτε τρόπο.
Πλησιάζω το υπνοδωμάτιο τους και χαζεύω το στρωμένο κρεβάτι τους. Είναι όλα συμμαζεμένα. Μάλλον προτού με παρατήσει η νταντά μου, φρόντισε να τα συγυρίσει όλα. Πάντα πίστευα ότι αυτή τουλάχιστον θα παρέμενε στο πλευρό μου αλλά προφανώς έκανα λάθος.
Η κοινωνική λειτουργός μου έδωσε μέχρι το απόγευμα προθεσμία, για να είμαι παρών στην κηδεία του. Μου έδωσε αυτό το δικαίωμα, και μετά είπε πως θα έρθει από εδώ να με πάρουν στο ορφανοτροφείο. Τέλεια, σκέφτομαι και ξαπλώνω μπρούμυτα στα μαξιλάρια τους. Δυστυχώς το χαρακτηριστικό άρωμα της μαμάς μου έχει χαθεί. Δεν μπορώ να διακρίνω την μυρωδιά της, όχι πια. Όμως η κολόνια του μπαμπά κάνει την εμφάνιση της πάνω στο δικό του μέρος. Κλείνω τα μάτια μου και φέρνω την όψη τους στα βλέφαρα μου. Το εκτυφλωτικό χαμόγελο της εμφανίζει ασυναίσθητα το γέλιο στα ταλαιπωρημένα μου χείλη. Το κουδούνι στον κάτω όροφο με ξυπνάει από τις σκέψεις μου κάνοντας με να πεταχτώ σαν ελατήριο για να δω ποιος με θυμήθηκε αυτή τη στιγμή.
Δυστυχώς χθες που βγήκα από το νοσοκομείο δεν κατάφερα να πείσω τους γιατρούς να μ'αφήσουν δίχως την μάσκα έτσι τώρα την φοράω όπου κι αν πάω. Δεν μπορώ να εισπνεύσω δίχως την παρουσία της. Είναι πολύ κουραστικό όλο αυτό όμως δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Πρέπει να κάνω υπομονή. Άλλη μια βδομάδα σχεδόν και θα την βγάλω για πάντα. Βέβαια ποτέ δεν θα γίνουν όπως παλιά τα πνευμόνια μου. Πάντα θα έχω το άσθμα να με συντροφεύει. Μια ύπουλη ασθένεια, η οποία στέκεται εμπόδιο στην καριέρα που επιθυμώ να ακολουθήσω. Το τένις....
Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να συνεχίσω. Με το άσθμα για συντροφιά, οι γιατροί μου είπαν πως η γυμναστική μου πρέπει να είναι χαλαρή και περιορισμένη. Ούτε να τρέχω για πολλή ώρα, ούτε να πηγαίνω πάνω κάτω στο γήπεδο κυνηγώντας το μπαλάκι. Μέσα στην ατυχία. Δεν ξέρω τι έκανα και τα αξίζω όλα αυτά. Ποτέ μου δεν έχω φερθεί άσχημα σε κανέναν. Δεν έχω πληγώσει κανέναν με την θέληση μου κι αν το έκανα ζητάω συγγνώμη. Ποτέ δεν είχα τέτοιο σκοπό.
Κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, με μοναδικό ρούχο μια παλιά ρόμπα της μαμάς, έτσι ώστε να ανοίξω την πόρτα. Αυτό που αντικρίζω με κάνει να λυγίσω και να πέσω μέσα στη αγκαλιά της με τα δάκρυα να μουσκεύουν την μάλλινη ζακέτα της.
"Μάγια. Τον έχασα." κλαψουρίζω και εκείνη με σφίγγει πιο πολύ στα μπράτσα της. Η μάσκα εμποδίζει το πρόσωπο μου κι έτσι κάνω μύτες για να ακουμπήσω στον ώμο της. Οι λυγμοί μου ακούγονται πολύ σιγανά εξαιτίας της ηχομόνωσης της μάσκας, που θέλω όσο τίποτα να ξεφορτωθώ.
"Ηρέμησε φιλενάδα. Μαζί θα τα αντιμετωπίσουμε όλα." σηκώνω το βλέμμα μου και πίσω από τον ώμο της διακρίνω την επιβλητική παρουσία του μπαμπά της. Εκείνος στέκεται ακίνητος με την λυπημένη έκφραση στο πρόσωπο του και με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω. Έχω να τον δω εδώ και τρεις μήνες. Από τότε που την χάσαμε δεν ξανά εμφανίστηκε στο σπίτι μας. Η παρέα με τον μπαμπά μου διακόπηκε για ένα διάστημα, διότι εκείνος δήλωσε πως είχε κάποια επαγγελματικά ραντεβού στο εξωτερικό. Ούτε καν η Μάγια δεν τον πολύ έβλεπε.
"Κύριε Σταμάτη περάστε μην στέκεστε στην πόρτα." υποχωρώ προκειμένου να του αφήσω ελεύθερο χώρο για να εισχωρήσει στο σπίτι κι εκείνος με χαιρετάει άηχα, με ένα νεύμα του κεφαλιού του καθώς με προσπερνάει. Περνάει με άνεση τον διάδρομο εφόσον γνωρίζει καλά τα κατατόπια. Έχει έρθει άπειρες φορές στην βίλα μας. Και οι τρεις οικογένειες ήταν πολύ δεμένες από παλιά. Πάντα οι γονείς μας κάνανε παρέα. Η μαμά κι ο μπαμπάς τον είχαν στηρίξει όταν έμεινε μόνος με ένα παιδί. Όταν η γυναίκα του εξαφανίστηκε δίχως να δώσει σημεία ζωής. Όμως μετά το θάνατο της μαμάς δεν ήρθε σπίτι μας. Μονάχα στην υποτιθέμενη κηδεία της και λίγες μέρες ύστερα.
"Πως είσαι κορίτσι μου;" ο τόνος της φωνής του τόσο οικείος και γεμάτος ενδιαφέρον. Εγώ πιάνω το χέρι της κολλητής μου και την τραβάω μαζί μου στον καναπέ. Είχα πολύ καιρό να την καλέσω σπίτι μου. Πολύ καιρό να περάσω χρόνο μαζί της.
"Προσπαθώ κύριε Σταμάτη. Αλήθεια προσπαθώ όμως όλος μου ο κόσμος γκρεμίστηκε. Δεν ξέρω πως θα τα καταφέρω δίχως την προστασία τους. Μου λείπουν." χαμηλώνω το κεφάλι μου και η Μάγια με σφίγγει στην αγκαλιά της χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. Μια κίνηση που γνωρίζει καλά πως με ηρεμεί. Από μικρό κοριτσάκι μου το κάνει αυτό. Αυτή, η μαμά και ο Μανώλης ξέρουν πολύ καλά τα κουμπιά μου. Ευτυχώς μου απέμειναν οι δυο τους. Τουλάχιστον έχω τους κολλητούς μου.
"Το ξέρω πως σου είναι πολύ δύσκολο όλο αυτό αλλά Λήδα μου πρέπει να το παλέψεις."
"Δεν θα τα καταφέρω."
"Έλα μην ακούω βλακείες. Εσύ ήσουν πάντα η δυνατή της παρέας. Εγώ πιστεύω σε σένα. Σε ξέρω καλά Λήδα. Θα τα καταφέρεις." τον κοιτάζω και το βλέμμα του μου δίνει το κουράγιο που ζητάω απεγνωσμένα.
Η ματιά μου μεταφέρεται ασυναίσθητα προς το απέναντι ρολόι τοίχου που δείχνει την περασμένη ώρα. Δώδεκα και μισή το μεσημέρι. Άλλη μισή ώρα μέχρι την κηδεία κι εγώ είμαι αχτένιστη και άντυτη.
"Λοιπόν να φεύγουμε κι εμείς για να ετοιμαστείς γλυκιά μου. Σε λίγο είναι η ταφή του. Θα σε δούμε εκεί. Μην ανησυχείς είσαι πολύ δυνατή." γνέφω καθώς μου αφήνει ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο, όπως έκανε και ο μπαμπάς. Χαιρετάω την κολλητή μου με μια τελευταία αγκαλιά και τους αφήνω να φύγουν. Θα τους δω στην κηδεία εξάλλου.
Ανεβαίνω τα σκαλιά με τεμπέλικα βήματα μέχρις ότου φτάνω έξω από το δωμάτιο μου. Το δωμάτιο που δεν θα βλέπω για πολύ ακόμη. Αγγίζω τρυφερά την πόρτα καθώς οι αναμνήσεις ξεπροβάλλουν από τις κλειστές κούτες του μυαλού και κλείνω τα μάτια μου.
"Πριγκιπέσα τι χρώμα θέλεις να την βάψουμε;"
"Άσπρο μπαμπά."
"Όχι." παραπονιέται η μαμά καθώς ανεβαίνει τις σκάλες βιαστικά. Θέλει να μας αποτρέψει από την 'παλαβή ιδέα' όπως την αποκαλεί. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν της αρέσει αυτό το χρώμα. Είναι πολύ πρώτο.
"Έλα ρε μανούλα. Κάνε μου αυτή την χάρη." την παρακαλάω ενώνοντας τις παλάμες μου και παίρνοντας το κουταβίσιο ύφος μου. Θέλω να την κάνω να μην μπορεί να αρνηθεί σ'αυτό το γλυκό προσωπάκι.
"Άστα αυτά. Έχεις φτάσει δεκαπέντε χρονών και δεν με αγγίζει η ψεύτικη φατσούλα σου. Όχι πια." μου βγάζει την γλώσσα καθώς με αρπάζει στην αγκαλιά της. Εγώ την σπρώχνω και τρέχω στον μπαμπά, ο οποίος κρατάει τον κουβά με την μπογιά. Πέφτω πάνω του, χάνουμε την ισορροπία μας με την μπογιά στα κεφάλια μας. Η μαμά έχει μείνει αποσβολωμένη να μας κοιτάζει και δευτερόλεπτα αργότερα αρχίζει να γελάει τόσο πολύ που αναγκάζεται να πιάσει το στομάχι της για να μην πονάει.
"Ευτυχία δεν είναι αστείο." μουρμουρίζει εκνευρισμένος ο μπαμπάς καθώς προσπαθεί να βγάλει το χρώμα από το πρόσωπο του. Εγώ σηκώνομαι και κοιτάζω το κορμί μου από πάνω μέχρι κάτω. Το σορτσάκι μου από μαύρο έχει γίνει κάτασπρο. Η ροζ μου μπλούζα το ίδιο. Τα μαλλιά μου είναι μέσα στην λίγδα έτσι όπως έχουν πατηθεί κι έχουν κολλήσει στο πρόσωπο μου. Τινάζω τα χέρια μου με μια έκφραση αηδίας, πασχίζοντας να διώξω την μπογιά από όλο μου το σώμα. Το γέλιο της μαμάς όμως μας εκνευρίζει και τους δυο δημιουργώντας μας μια καταπληκτική ιδέα.
Σηκώνεται κι ο μπαμπάς, μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι καθώς τρέχουμε πάνω της. Την αγκαλιάζουμε κάνοντας την χάλια. Γεμίζει μπογιές και προσπαθεί να μας απομακρύνει δίχως αποτέλεσμα.
"Πόσο σ'αγαπάμε μωρό μου." την κοροϊδεύει ο μπαμπάς κι εγώ αρχίζω να γελάω.
"Να μάθεις να μην ξανά γελάσεις μαζί μας." κοιταζόμαστε όλοι για μια στιγμή και σκάμε στα γέλια πέφτοντας στο πάτωμα, αγκαλιασμένοι και λερωμένοι. Να δω ποιος θα συμμαζέψει όλο αυτό το χάλι.
Ένα δάκρυ κυλάει στα μάγουλα μου κάνοντας με να το σκουπίσω προτού ακουμπήσει στην μάσκα. Σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά έτσι ώστε να εμποδίσω τα επόμενα να επέλθουν στην επιφάνεια. Δεν θέλω να κλαίω άλλο. Βαρέθηκα. Πρέπει να μείνω δυνατή. Το έχω ανάγκη.
Με το πόδι μου σπρώχνω την μισάνοιχτη πόρτα και εισχωρώ στο δωμάτιο μου. Κατευθύνομαι προς τον ολόσωμο καθρέφτη και παρατηρώ τα κόκαλα της κλείδας μου. Το σώμα μου έχει γίνει πιο αδύνατο. Είναι κάτισχνο. Τα πόδια μου έχουν μείνει μισά. Δεν τρώω καθόλου αυτές τις μέρες. Πάνω που πήγαινα να συνέλθω ήρθε κι ο θάνατος του και τα κατέστρεψε όλα. Πάλι από την αρχή. Πάλι από το μηδέν.
Είναι σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Κάποιος μου τράβηξε το θεμέλιο και γκρέμισε όλα τα υπόλοιπα.
Αποστρέφω το βλέμμα μου από το καχεκτικό είδωλο μου και κατευθύνομαι προς την τεράστια ντουλάπα μου. Εισχωρώ μέσα και ψάχνω ένα μαύρο φουστάνι. Το αρπάζω και το φοράω στο κορμί μου. Πέφτει ανέμελα μέχρι τα γόνατα μου αφήνοντας ένα μικρό μέρος της πλάτης μου εκτεθειμένο. Μέχρι εκεί που υπάρχουν τα ράμματα της πληγής. Ευτυχώς εκείνο το σημείο δεν φαίνεται. Κοιτάζω τους καρπούς μου και τα σημάδια πλέον είναι έτοιμα να εξαφανιστούν. Τα σημάδια από τις απόπειρες μου. Τις αποτυχημένες απόπειρες για να είμαι ακριβής. Πιάνω το βραχιόλι της μαμάς μου και το τυλίγω γύρω από το χέρι μου. Το σφίγγω πιο πολύ καθώς έχασα άλλα δυο κιλά και το χέρι μου έχει λεπτύνει ακόμη πιο πολύ.
Αφήνω τα μαλλιά μου ελεύθερα από την κοτσίδα και τα γυρνάω προς τα κάτω. Τα χτενίζω, σηκώνω απότομα το κεφάλι μου και τα κάνω μια πιο συμμαζεμένη αλογοουρά. Αρπάζω το ρουζ από την συρταριέρα μου και τοποθετώ ελάχιστο στα άχρωμα μάγουλα μου προσδίδοντας τα λάμψη και ζωντάνια. Τα πράσινα μου μάτια μένουν καρφωμένα στο σώμα μου από την μεριά του καθρέφτη. Με κοιτάζω και με λυπάμαι. Έχω καταντήσει σαν σκιάχτρο. Τόσο αποκρουστική που τρομάζω κι εγώ η ίδια.
Παίρνω την μαύρη τσάντα μου -φάκελο- και φεύγω από το δωμάτιο. Πλησιάζω την παπουτσοθήκη λίγα μέτρα πιο πίσω από την εξώπορτα και αρπάζω τα μαύρα μου γοβάκια. Σήμερα το ντύσιμο μου είναι μουντό. Δεν θέλω να φορέσω τίποτα με χρώμα. Εξάλλου είναι η κηδεία του και όλοι θα σχολιάζουν. Είναι υποχρέωση μου να τον τιμήσω μ'αυτόν τον τρόπο παρόλο που ποτέ δεν συμμεριζόμουν την άποψη περί ενδυμασίας.
Τα κλειδιά μου κάνουν την εμφάνιση της στην κρεμάστρα απέναντι στον τοίχο κι εγώ τα πλησιάζω για να τα τοποθετήσω στην τσάντα μου όταν ο ήχος της κλειδαρότρυπας αιχμαλωτίζει τις κινήσεις μου. Παγώνω καθώς περιμένω να αντικρίσω την μαμά ή τον μπαμπά, διότι είναι οι μόνοι που έχουν τα κλειδιά του σπιτιού. Απεναντίας, το πρόσωπο του Αλέξη ξεπροβάλει αφήνοντας με απογοητευμένη. Μα φυσικά τι περίμενα;
Αυτοί χάθηκαν μια και καλή από την ζωή μου. Οι αναστάσεις συμβαίνουν μονάχα στα παραμύθια. Αυτό δεν είναι μυθιστόρημα αλλά η ζωή μου. Μια ζωή που πλέον σιχαίνομαι.
"Δεσποινίς είστε καλά; Σας τρόμαξα;"
"Εε λιγάκι." αφήνω την ανάσα μου να στροβιλιστεί μέσα στο οξυγόνο της μάσκας κάνοντας την να θολώσει. Πόσο με νευριάζει αυτό το πράγμα. Δεν θέλω να είναι άλλο στο πρόσωπο μου. Δεν το αντέχω.
"Συγγνώμη. Με συγχωρείτε δεν το ήθελα." τα μάτια του είναι κόκκινα και πρησμένα.
"Έκλαιγες;" η ερώτηση μου φανερώνει απροκάλυπτα το ενδιαφέρον που με κατατρέχει. Μπορεί να μην είχαμε καλή αρχή με τον σωματοφύλακα μου παρόλα αυτά δεν είμαι άκαρδη.
"Όχι δεσποινίς. Δεν είναι κάτι."
"Μπορείς να με αποκαλείς Λήδα. Σε παρακαλώ Αλέξη πες μου." τον παροτρύνω όμως εκείνος αποφεύγει την οπτική επαφή μαζί μου, κατεβάζοντας το κεφάλι του στην μεριά του πατώματος.
"Μπορείς να μου πεις αλήθεια. Είσαι ο μόνος που μου έμεινε σ'αυτό το σπίτι. Ανήκεις στην οικογένεια μου πλέον." σηκώνει αμέσως το πρόσωπο του και η λάμψη στα μάτια του με παροτρύνει να τρέξω στην αγκαλιά του.
"Δεν ήθελα να σκοτωθεί ο πατέρας σας. Τον αγαπούσα. Ήταν το καλύτερο αφεντικό."
"Το ξέρω. Κι εγώ είμαι χάλια όμως προσπαθώ. Το κάνω και για τους δυο. Κι εσύ έτσι να σκέφτεσαι."
"Έχετε δίκιο δεσποινίς."
Απομακρύνομαι απαλά από τα μπράτσα του και τον κοιτάζω βαθιά στα μάτια.
"Νόμιζα πως παραιτήθηκες."
"Είναι αλήθεια. Όμως δεν άντεξα να σας αφήσω μόνη έτσι γύρισα. Για σήμερα με χρειάζεστε. Θα σας πάω εγώ στο νεκροταφείο."
"Σε ευχαριστώ. Ούτως ή άλλως μονάχα σήμερα θα είμαι εδώ."
"Τι εννοείτε;"
"Θα μεταφερθώ σε ίδρυμα. Είμαι ανήλικη και δεν επιτρέπεται να μένω μόνη μου."
"Βλακείες. Εσύ θέλεις να φύγεις;"
"Δεν έχει σημασία Αλέξη. Αυτό θα κάνω. Μόνο για ένα μήνα. Μετά ενηλικιώνομαι, οπότε θα επιστρέψω."
"Θα σας περιμένω." μου χαμογελάει καθώς πιάνει τρυφερά τα χέρια μου. Αγγίζει απαλά τον γυμνό μου ώμο και μου προσφέρει το χέρι του ώστε να πιαστώ για να προχωρήσουμε. Τον πιάνω αγκαζέ, όπως τον μπαμπά, και ανοίγουμε την πόρτα. Ο ζεστός αέρας χτυπάει βίαια τα κορμιά μας κάνοντας μας να κλείσουμε ελάχιστα τα μάτια μας. Πάντα μ'άρεσε η άνοιξη. Από μικρό κορίτσι. Όλα μοιάζουν τόσο ζωντανά. Καμία σχέση με την οικογένεια μου. Μεγάλη ειρωνεία..
Ανοίγει την πόρτα του αμαξιού και εγώ ετοιμάζομαι για την ταφή του. Ετοιμάζομαι να τοποθετήσω το άψυχο σώμα του δίπλα στο εξαφανισμένο της μαμάς μου.