Πλευρά Κάμερον
Νομίζω είμαι στην όγδοη μπύρα, δεν είμαι και σίγουρος. Μετά την τρίτη μπύρα η μορφή της στο μυαλό μου θόλωσε λιγάκι, ένιωσα ικανοποιημένος. Στην πέμπτη μπύρα δεν άκουγα καν την φωνή της, γούσταρα τρελά. Όσες μπύρες και να πιω όμως δεν θα σταματήσω ποτέ να την νιώθω πάνω στο στήθος μου. Όπως ακριβώς ξεκουράζοταν, έτσι. Με το κεφαλάκι της αφημένο στον λαιμό μου, το μικρό της χέρι να χαϊδεύει το στήθος μου.
Πίνω λίγο ακόμα, η αίσθηση δεν φεύγει όμως σιγά σιγά θυμάμαι τον λόγο που κατέληγα εδώ τα βράδια στα εικοσιτέσσερα μου. Η θάλασσα γαληνεύει τον πόνο, το ποτό απλά βοηθάει. Πετάω το άδειο τενεκεδάκι στην σακούλα και βγάζω δύο μεγάλα μπουκάλια που βρήκα στη κάβα. Πάνω στην θολούρα της στιγμής τα διάλεξα από το χρώμα. Προσπαθώ να διαβάσω τις ετικέτες αλλά ζαλίζομαι, γελάω λίγο. Μα να μην με πάρει ούτε ένα τηλέφωνο; Με ξέχασε όντως; Βράδιασε και ακόμα τίποτα. Μήπως με πήρε και δεν το είδα;
Πετάω τα μπουκάλια στη άμμο και αρπάζω το κινητό μου, τίποτα. Θα μπω στις κλήσεις, ίσως με κάλεσε και δεν μου το εμφανίζει! Και εδώ τίποτα.
Κάμερον - Χα-χαλασμένο παλιόπγμαρμα.
Το αφήνω πίσω, θα περιμένω εγώ. Θα με πάρει τηλέφωνο η Ζωίτσα μου, θα με πάρει να μου πει ότι της λείπω, ότι θέλει να γυρίσω πίσω. Η Ζωίτσα μου…
Ανοίγω το κίτρινο μπουκάλι, θα περιμένω. Πίνω από το στόμιο αλλά με το που το γεύομαι το φτύνω. Τι σκατά αγόρασα; Ουρία; Το κοιτάζω αλλά θυμάμαι ότι δεν μπορώ να διαβάσω, γελάω πάλι. Μήπως με κάλεσε η Ζωή;
Κοιτάζω το τηλέφωνο, τίποτα. Πίνω, φτύνω, γελάω. Κοιτάζω το κινητό, τίποτα. Πίνω, καταπίνω, με καίει, γελάω. Κοιτάζω το κινητό, τίποτα.
Κάμερον - Γιατί ρε εσύ Ζωίτσα;
Σιγοκλαίω παραπονιάρικα, πίνω, φτύνω, ξανά πίνω, καταπίνω. Κοιτάζω το πουκάμισο, το κινητό, τίποτα. Πίνω, καταπίνω, πίνω, καταπίνω, πίνω- το τελειώνω. Κοιτάζω το μπουκάλι, φαίνονταν μεγαλύτερο. Κοιτάζω το κινητό, φαίνονταν να δουλεύει. Είναι χαλασμένο. Είναι σίγουρα χαλασμένο. Η Ζωίτσα μου δεν θα με ξεχνούσε ποτέ, η Ζωίτσα μου που ζει και αναπνέει για εμένα, η Ζωίτσα μου…
Κάμερον - Η Ζωίτσα μου…
Κλαίω, πίνω, καταπίνω, καίγομαι. Κινητό, τίποτα. Κλαίω, πίνω, καταπίνω. Κινητό, τίποτα.
Πλευρά Νας
Νιώθω ότι το αεροπλάνο παίρνει περισσότερη ώρα από το κανονικό για να προσγειωθεί. Ο πιλότος παίζει με τα νεύρα μου. Ακούω τα τακούνια των αεροσυνοδών αλλά δεν τις βλέπω. Όλοι οι επιβάτες είναι πλήρως ήρεμοι αλλά εγώ τρέμω ολόκληρος. Η Ξανθή μου… Τι να έπαθε η Ξανθή μου; Επιτέλους μια ξανθιά με μπλε στολή βγαίνει από το δωμάτιο του πληρώματος και ακούω τους επιβάτες να χειροκροτούν τον πιλότο. Τραβάω γρήγορα την ζώνη από πάνω μου και τρέχω προς την έξοδο του αεροπλάνου, ο οικογενειακός βοηθός είναι ενημερωμένος και με περιμένει στο αμάξι ακριβώς έξω από το αεροδρόμιο. Με γοργά βήματα πιάνω το μικρό μου σακίδιο από τις αποσκευές και βαδίζω ανάμεσα από τους διαδρόμους. Ο Κρίστοφερ ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου για να καθήσω, μπαίνω μέσα γρήγορα και κλείνω δυνατά την πόρτα.
Κρίστοφερ - Πείτε μου.
Νας - Νοσοκομείο ***. Τώρα.
Δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Λίγη ένταση στο γκάζι και σύντομα θα ήμασταν εκεί, ή έτσι τουλάχιστον πίστευα αν δεν βρίσκαμε κίνηση στον δρόμο. Έχει περάσει σχεδόν ένα δίωρο και ήμαστε κολλημένοι στην θέση μας λόγω οδικών έργων. Αγανακτώ κοιτώντας το κινητό μου. Το νοσοκομείο απέχει τουλάχιστον τρία τέταρτα ποδαρόδρομο. Κοιτάζω την κυκλοφορία και μου έρχεται να κλάψω από τα νεύρα μου. Αχ Ξανθούλα μου…
Πλευρά Κάμερον την επόμενη ημέρα
Τζίνα - Πότε θα σοβαρευτείς; Μου λες;! Τι είσαι; Κανένα παιδαρέλι να σε μαζεύω από τις ακρογιαλιές;
Το χέρι της κρατά σφιχτά το μπράτσο μου, πιο σφιχτά από ότι αντέχω, και με μεγάλη φορά με ρίχνει στο πάτωμα του καθιστικού. Η Μάρα και η Σάρα σηκώνονται γρήγορα από τον καναπέ και τρέχουν προς εμένα. Το κεφάλι μου πονάει πολύ ακόμα και δεν είμαι σίγουρος αν τα μάτια μου είναι θολά από την κούραση ή τα δάκρυα.
Τζίνα - Πώς κατάντησες έτσι μου λες; Σε είχα κάνει πρώτο και έγινες τελευταίος. Ένα γαμημένο κοριτσάκι που σε έπαιξε είναι, ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΟ!
Η Μάρα χαϊδεύει το πρόσωπο μου όσο ίσα που διακρίνω την Σάρα να κοιτάζει βλοσυρά την μάνα μου. Ανοίγει το στόμα της για να πει κάτι αλλά λογικά δεν είναι σίγουρη για το της να της απαντήσει. Σηκώνεται όρθια και πλησιάζει την Τζίνα, μιλάνε απότομα αλλά δεν τις προσέχω πολύ. Έχω κολλήσει στα μάτια της Μάρας. Μου χαμογελά κάπως πικραμένα αλλά δεν έχω κουράγιο να της το ανταποδώσω. Τα ρούχα μου μυρίζουν ακόμα γλυκιά μυρωδιά της θάλασσας, αλμύρα και καλοκαίρι. Η Μάρα αγκαλιάζει το πρόσωπο μου και μου ψιθυρίζει ότι χαίρεται που βλέπει. Δεν είμαι σίγουρος αν θα χαιρόμουν εγώ ο ίδιος να με δω έτσι όπως είμαι. Ακούω μερικές λέξεις από την συζήτηση της Μάρας με την μάνα μου και πιάνω μόνο τα "Παραλία", "Μπουκάλια", "Βρώμα". Η Σάρα μου φαίνεται αγανακτισμένη την στιγμή που σκύβει για να πιάσει την τσάντα της. Ζητά κάτι από την Μάρα αλλά εκείνη κουνά αρνητικά το κεφάλι της. Η Σάρα επιμένει και η Μάρα ηττημένη σηκώνεται από το πάτωμα και αφήνει το κεφάλι μου να ακουμπήσει στο δάπεδο. Τις βλέπω να απομακρύνονται από κοντά μου λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου, ίσως να απογοήτευσα και εκείνες με την συμπεριφορά μου. Νιώθω τον οισοφάγο μου να φλέγεται και σε συνδιασμό με μια περίεργη αίσθηση στα ρουθούνια μου, με κάνει να θέλω να ξεράσω. Ένα απότομο τίναγμα με ξυπνά από τον μισό-ύπνο μου και το μόνο που βλέπω είναι ένα μαύρο σακάκι… αναποδογυρισμένο. Το πάτωμα κινείται και δυο μαύρα σκαρπίνια περπατάνε ανάποδα. Τι στο-
Σάρα - Here.
(Εδώ)
Το περίεργο ων αφήνει απότομα πάνω στο πίσω κάθισμα του αμαξιού των κοριτσιών και γυρίζω να κοιτάξω τον μπράβο μου. Α, αυτός ήταν τελικά. Δεν προλαβαίνω να χαιρετήσω γιατί η πόρτα κλείνει απότομα και η Μάρα με τραβά στην αγκαλιά της ξανά.
Κάμερον - Where are we going?
(Πού πηγαίνουμε;)
Ψιθυρίζω όσο η Σάρα το γκαζώνει απότομα κάνοντας την μηχανή να βγάλει ένα ηχηρό βουητό.
Σάρα - Home.
(Σπίτι)
Προφανώς και δεν κατάλαβα ότι με τον όρο "Σπίτι" εννοούσαν το διαμέρισμα μου στην Νέα Υόρκη, αν και κάτι βαθιά μέσα μου με έκανε να το ελπίζω.
[…]
Σάρα - Take a bath and practice what we've said.
(Κάνε ένα μπάνιο και εξάσκησε αυτό που είπαμε)
Κάμερον - I'll try my best.
(Θα κάνω ότι καλύτερο μπορώ)
Μάρα - We love you.
(Σε αγαπάμε)
Φίλησε το μέτωπο μου και εγώ της χαμογέλασα. Η Σάρα μου έκανε μια μεγάλη αγκαλιά. Έμειναν δύο μέρες μαζί μου για να με βοηθήσουν να τακτοποιηθώ. Πήραν επίσης τα ποτά από την κάβα μου… αλλά υποσχέθηκα ότι δεν θα αγοράσω καινούργια.
Κάμερον - Thank you, text me when you get home.
(Ευχαριστώ, στείλτε μου όταν φτάσετε σπίτι)
Κοίταξα την πόρτα του διαμερίσματος της Ζωής πριν κλείσω την πόρτα του δικού μου. Δύο μέρες και δεν την είδα ούτε λίγο. Το βράδυ βλέπω το φως μέσα από τις γρίλιες στην κουζίνα της, είναι στο σπίτι της. Ξεφυσάω κοιτώντας την κλειστή τηλεόραση. Να της μιλήσω αλλά τι να της πω; «Ξέρεις Ζωή, με πλήγωσε πολύ αυτό που έκανες αλλά θα το συγχωρέσω». Όχι, όχι… «Ζωή, η έλλειψη εμπιστοσύνης σου με έκανε να καταλάβω ότι σε βλέπω φιλικά πλέον-». Ούτε…
Κάμερον - Ζωή, η έλλειψη εμπιστοσύνης σου με πλήγωσε πολύ και από εδώ και πέρα θα ήθελα να συνεχίσουμε σαν φίλοι.
Σαν φίλοι. Ωραία. Είμαστε μια πόρτα χωριστά, γιατί να μην χτυπήσω; Λίγο έρωτα να μου δώσει και θα τρέξω πίσω της, είμαι εθισμένος-. Όχι γαμώ το κεφάλι μου, φιλικά πρέπει να πάω, φιλικά.
Δεν πρέπει να με δει έτσι, είμαι χάλια. Πρέπει να μυρίζω από το ποτό και- και της είχα πει ότι δεν θα ξανά πιω. Μήπως να μην χτυπήσω; Μπορεί…μπορεί αυτός ο φλώρος ο Στέφανος να την έκανε ήδη την κίνηση του και να τους βρω τσακωτούς. Ναι αλλά ο Νας είπε ότι δεν ήταν καλά μετά τον χωρισμό μας και ότι έκλαιγε όλη μέρα…
Σηκώνομαι γρήγορα για να πάω στο ντουζ. Τρεκλίζοντας ανοίγω την τζαμαρία της ντουζιέρας και γυρίζω απότομα την βρύση στο κρύο νερό. Χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου αφήνω το παγωμένο νερό να με συνεφέρει. Πρέπει να πάω στο κορίτσι μου, πρέπει να της μιλήσω!
Και έτσι έκανα, έκλεισα γρήγορα το ντουζ και πέταξα τα βρεγμένα μου ρούχα αμέσως στο πλυντήριο. Φόρεσα καθαρό εσώρουχο και καθαρές φόρμες, γύρισα πίσω στο μπάνιο για να πλένω γρήγορα τα δόντια μου. Σκουπίζω με ένταση τα μαλλιά μου σε μια σκληρή πετσέτα όσο τα βουρτσίζω, πετάω την πετσέτα μακριά και φτύνω στον νιπτήρα. Βγαίνω γρήγορα από το διαμέρισμα μου και χωρίς καν να κλειδώσω, χτυπάω με την γροθιά μου την πόρτα της, πιο δυνατά από ότι περίμενα. Το κορίτσι μου ανοίγει, φοράει ένα ωραίο λευκό φόρεμα με μεγάλα φουσκωτά μανίκια, μοιάζει εξωπραγματικά όμορφη. Είναι λίγο χλωμή, κουρασμένη, ταλαιπωρημένη. Το λευκό φόρεμα την κάνει να μοιάζει με άγγελο, είναι όμως κάτασπρη, θολή. Δεν μου μιλάει, μου χαμογελάει όμως. Τεντώνω το χέρι μου, προσπαθώ να την φτάσω, ξαφνικά μοιάζει μακριά. Την βλέπω να απομακρύνεται, τρομάζω.
Κάμερον - Ζωή!
«Άργησες μωρό μου»
Μπαίνω γρήγορα μέσα στο διαμέρισμα της, δεν την βλέπω. Βλέπω ένα δέντρο, ένα δέντρο; Έχει μεγάλα κλαδιά που ξεπερνούν και πέφτουν ξανά στον όροφο. Βλέπω το πεζοδρόμιο στην είσοδο, την άσφαλτο, ο κεντρικός δρόμος με τα φανάρια ζωγραφισμένος στην γωνία του σαλονιού.
«Άργησες πολύ»
Σηκώνω το βλέμμα μου, βλέπω την Ζωή. Κοιτάζει χαμένη τα κλαδιά του δέντρου με μια μεγάλη κηλίδα αίματος στο κούτελο της. Νιώθω τα μάγουλα μου να υγραίνονται, προσπαθώ να την φτάσω.
Το παγωμένο νερό βρέχει τα μάγουλα μου όσο έχω βουλιάξει στην άκρη της ντουζιέρας μου. Το κεφάλι μου ακουμπά στα πλακάκια και τα μάτια μου μένουν κλειστά. Όχι δεν μπορώ, δεν μπορώ να το κάνω…
Πλευρά Νας
Νας - Σε παρακαλώ, ηρέμησε λιγ-
Ξανθή - ΘΑ ΤΟΝ ΣΚΟΤΏΣΩ!
Τσίριζε ενώ ταυτόχρονα έκλαιγε μέσα στον θάλαμο του νοσοκομείου. Οι νοσοκόμοι και επισκέπτες σταμάτησαν να παραπονιούνται μετά από ένα εικοσάλεπτο. Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανακουφιστώ που δεν είχε το ατύχημα η Ξανθή αλλά η Ζωή. Οι γιατροί μιλάνε για θαύμα. Από ότι φαίνεται, η Ζωή έπεσε από το μπαλκόνι της ή λιποθύμησε από υπερβολικό στρες όμως την πτώση της διέκοψε ένα δέντρο. Όταν την παρέλαβε το ασθενοφόρο ανέφεραν ότι η ανάσα της σταθεροποιήθηκε δύο λεπτά μετά την τοποθέτηση μάσκας οξυγόνου. Οι γιατροί παρόλα αυτά δεν μας δίνουν ξεκαθαρά σημάδια. Ανέφεραν ένα βαθύ τραύμα στο κεφάλι και πιθανότατα κάποιο κάταγμα ή σπάσιμο στο δεξί πόδι. Η απότομη πτώση της προκάλεσε σοβαρή ταχυπαλμία, κάτι που εξαιτίας της παθήσεως της δεν θα είναι εύκολο να καταπολεμηθεί. Οι γιατροί δεν έχουν υψηλές ελπίδες για να συνεχίσει να ζει έτσι. Ανέφεραν ότι αν κάνει την εγχείριση και πετύχει, τότε θα αυξηθεί σημαντικά το προσδόκιμο ζωής της, όπως του μέσου ανθρώπου. Αν δεν κάνει την εγχείριση της όμως, οι γιατροί υπολογίζουν περίπου δύο με τρία χρόνια ζωής το μέγιστο.
Ξανθή - Εγώ φταίω-εγώ-
Νας - Δεν φταις, μην ακούω βλακείες.
Την βάζω στην αγκαλιά μου φιλώντας το κεφάλι της όσο κλαίει με στο στέρνο μου. Λίγο βρίζει τον Κάμερον, λίγο τον εαυτό της. Νομίζω όμως ότι ο μόνος που φταίει είναι ο Κάμερον με την παιδιάστικη συμπεριφορά του. Θα μπορούσε να την είχε ακούσει- Θα μπορούσε…
Ξανθή - Θα πεθάνει Νας;
Τα μάτια της είναι κατακόκκινα και τα μάγουλα της βρεγμένα. Χαϊδεύω την πλάτη της και ξεροκαταπίνω. Η Ζωή δεν θέλει να κάνει την εγχείριση, ότι και να γίνει. Χωρίς την εγχείριση όμως, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πεθάνει αν δεν φορά την μάσκα οξυγόνου όπως της δηλώσει ο γιατρός της.
Νας - Όχι αγάπη μου, μη λες ανοησίες. Αφού είναι αντράκι η Ζωή.
Αγκαλιάζει την μέση μου και κλαίει, φιλώ το μέτωπο της γλυκά και την κρατώ στην αγκαλιά μου. Κοιτάζω για λίγο το κενό και σκέφτομαι αυτά που λέω. Σκέφτομαι για μια στιγμή τον παπάρα τον φίλο μου. Πρέπει να του το πούμε ή όχι;
Ξανθή - Ν-Νας;
Νας - Ναι μωρό μου;
Ξανθή - Πρέπει να πάω στο σπίτι της Ζωής. Είναι μερικά πράγματα που πρέπει να πάρω.
Πλευρά Ξανθής
Μπαίνω στο διαμέρισμα και κοιτάζω το σαλόνι. Είναι γεμάτο χαρτομάντιλα πεταμένα στον καναπέ και το πάτωμα, η τηλεόραση παίζει ακόμα σε ένα αόριστο ξένο κανάλι. Το χαλί του σαλονιού είναι στραβό, το κάλυμμα του καναπέ ζαρωμένο. Νιώθω τα δάκρυα μου να μαζεύονται ξανά στα μάτια μου αλλά προσπαθώ να τα κρατήσω πίσω. Προχωρώ προς το δωμάτιο της, το χάος μεγαλώνει περισσότερο. Βλέπω φωτογραφίες τους πεταμένες στο πάτωμα, κορνίζες και άδεια σωληνάκια. Τα ρούχα της εξέχουν από την ντουλάπα, τα συρτάρια του κομοδίνου είναι ανοιχτά. Βλέπω μέσα στο στα σωληνάκια της και πάλι μια φωτογραφία τους. Ανοίγω το τελευταίο συρτάρι του κομοδίνου και βλέπω τον φάκελο που ψάχνω, λευκός. Δαγκώνω το χείλος μου πιάνοντας το χαρτί στα χέρια μου, το κοιτάζω λίγο. Το παίρνω μαζί μου και με γρήγορα βήματα βγαίνω, πρέπει να γυρίσω πίσω. Η αδελφή μου με χρειάζεται. Κλείνω την πόρτα ως που-
Κάμερον - Μην κλείνεις, θέλω να την δω.
Μένω για ένα δευτερόλεπτο παγωμένη στην θέση μου. Αργά γυρίζω τον κορμό μου για να αντικρίσω τον τελευταίο γόη της δεκάρας.
Ξανθή - ΕΣΥ!