Οι μέρες στο παλάτι του Βορρά περνούσαν πολύ ευχάριστα, με εκδρομές με τη μητέρα τους, η οποία τις ξενάγησε και σε άλλα μέρη του Βορρά, μαθήματα χορού για την Κάτια και φυσικά βόλτες στους κήπους με τον Λεωνίδα όποτε κατάφερναν να ξεκλέβουν λίγο χρόνο. Η Μαρία τους έβλεπε και έσκαγε απ' τη ζήλια της, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τουλάχιστον όχι ακόμα. Απλά συνέχιζε να ανέχεται την επίμονη φιλία του Μάριου. Η μητέρα της τελικά είπε ότι μάλλον έκανε λάθος και ότι όντως η σχέση τους ήταν μόνο φιλική, αλλά της είπε να έχει το νου της και αν διακρίνει κάτι ύποπτο να της το πει.
Η Άντζελα και ο Κωνσταντίνος, απ' την άλλη, είχαν γίνει δύο πολύ καλοί φίλοι. Οι αδελφές της πρόσεξαν ότι ήταν συνεχώς χαρούμενη και δεν την είχε πιάσει καθόλου η μελαγχολία της. Αλλά γενικά ο Κωνσταντίνος ήταν ένας νεαρός με χιούμορ που τους έκανε όλους να γελάνε. Όλοι βέβαια ήταν φίλοι μεταξύ τους και οι τρεις νεαρές Νότιες είχαν επίσης λατρέψει την ετεροθαλή αδελφή τους, τη Λίζα, που είχε το πλεονέκτημα να είναι αδελφή με όλους τους. Ήταν ενθουσιασμένη που είχε τρεις νέες αδελφές εκτός από τους αδελφούς της, και συχνά καθόταν μαζί τους και έπλεκαν ή τους έδειχνε τις κούκλες της.
Όλα κυλούσαν υπέροχα, ώσπου έφτασε στο Παλάτι ένα θλιβερό νέο, μία μόλις ημέρα πριν την προγραμματισμένη επιστροφή τους στο Βασίλειο του Νότου. Οι νέες Πριγκίπισσες κάθονταν μαζί με τους Πρίγκιπες και τη Λίζα σε ένα μικρό σαλονάκι και κουβέντιαζαν παρέα. Έλεγαν πόσο ωραία είχαν περάσει εκείνες τις μέρες και πόσο θα έλειπαν ο ένας στον άλλον τώρα που θα έφευγαν. Η Λίζα ήταν σκυθρωπή που θα αποχωριζόταν τις αδελφές της.
Ένας αγγελιοφόρος απ' τον Νότο έφτασε στο παλάτι εκείνη την ώρα και είπε το θλιβερό νέο στη Βασίλισσα. Εκείνη το είπε στον Βασιλιά και μαζί πήγαν να το ανακοινώσουν στις κόρες της.
«Έχω ένα τραγικό νέο για τις κόρες μου.» τους είπε αφού μπήκε στο σαλόνι ακολουθούμενη από τον άντρα της. Όλοι σηκώθηκαν με αγωνία.
«Τι συμβαίνει, μητέρα;» ρώτησε η Άντζελα.
«Θέλω να παραμείνετε ψύχραιμες. Η θεία σας, η Χριστίνα...»
«Τι έπαθε;!» αναφώνησε με φόβο η Μαρία.
«Βρέθηκε δολοφονημένη στο σπίτι σας στον Νότο. Κάποιοι μάρτυρες είπαν ότι είδαν μαφιόζους να μπαίνουν μέσα.» ανακοίνωσε η Ανθή. Φυσικά, για εκείνη δεν ήταν νέο. Εκείνη το είχε κανονίσει αυτό. Σκέφτηκε ότι αν έβγαζε από τη μέση τη Χριστίνα, τα κορίτσια δεν θα είχαν τίποτα πια να τις κρατάει στον Νότο και θα έμεναν μαζί της.
Επικράτησε σιγή ανάμεσα στους Πρίγκιπες. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα μεταξύ τους, ώσπου να συνειδητοποιήσουν αυτό που μόλις άκουσαν. Έπειτα η Μαρία έβγαλε μια κραυγή και ο Μάριος έσπευσε να την κρατήσει για να μην καταρρεύσει, ενώ η Κάτια και η Άντζελα ξέσπασαν σε κλάματα, μη μπορώντας να το δεχθούν.
«Όχι... Δεν μπορεί...» Ο Λεωνίδας την αναζήτησε κι εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του όπου ένιωσε μεν ασφάλεια, όμως η θλίψη για τη θεία τους που τις μεγάλωσε δεν έλεγε να φύγει.
«Κάποιο λάθος θα έγινε!» επέμεινε η Άντζελα.
«Δυστυχώς, δεν είναι λάθος.» είπε η Ανθή και περίμενε μέχρι να ηρεμήσουν λίγο. «Όπως καταλαβαίνετε, θα πρέπει να φύγετε από σήμερα για τον Νότο, για να κανονίσετε την κηδεία της. Αν μετά από αυτό θέλετε να επιστρέψετε εδώ, είστε καλοδεχούμενες. Πιστεύω πως το Παλάτι μας θα σας κάνει να ξεχάσετε και θα γιατρέψει την ψυχή σας.» συνέχισε, σίγουρη πως θα επιστρέψουν σε εκείνη.
«Δεν θέλω να ξεχάσω! Θέλω τη θεία μου πίσω!» ούρλιαξε η Μαρία και έφυγε απ' το σαλόνι σπρώχνοντας την με αναίδεια.
«Μην την παρεξηγείς. Είναι ταραγμένη.» της είπε ο Βασιλιάς. «Μάριε, πήγαινε να βεβαιωθείς ότι είναι καλά.»
«Μάλιστα, πατέρα.» είπε ο Μάριος και έτρεξε να προλάβει τη Μαρία μην κάνει καμιά τρέλα. Η Ανθή στράφηκε στις άλλες δύο κόρες της, που είχαν γίνει μια αγκαλιά παρηγοριάς με τους γιους του Αλέξανδρου και τη Λίζα.
«Πηγαίνετε να ετοιμαστείτε και να μαζέψετε τα πράγματα σας.» τους είπε. «Ετοιμάστε και της Μαρίας και όταν ηρεμήσει λίγο, θα σας έχω έτοιμη μία άμαξα που θα σας πάει απευθείας στον Νότο από ασφαλείς δρόμους, να μη χρειαστεί να ταξιδέψετε με το τρένο. Αν θελήσετε να επιστρέψετε, στείλτε μου ένα γράμμα και θα φροντίσω για αυτό.» Τα κορίτσια συμφώνησαν και με βαριά καρδιά και δάκρυα ακόμα στα μάτια τους πήγαν στα δωμάτια τους.
Η Κάτια φόρεσε ένα μαύρο φόρεμα και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της από την τεράστια ντουλάπα του δωματίου της, σκουπίζοντας συνεχώς τα δάκρυα με την ανάστροφη του χεριού της. Το χτύπημα της πόρτας τη διέκοψε και άνοιξε. Ήταν ο Λεωνίδας.
«Η Κάτια είσαι, έτσι; Δεν μπήκα σε λάθος δωμάτιο...» ρώτησε κάνοντας τη να γελάσει.
«Εγώ είμαι.» του είπε. Κάτι κρατούσε στο χέρι του πίσω από την πλάτη του.
«Εμ... Το ξέρω ότι ίσως να μην είναι η κατάλληλη στιγμή, όμως... ήθελα να σου πω ότι θα μου λείψεις και... να σου προσφέρω αυτό.» Έτεινε το χέρι του και αποκάλυψε μια γυάλα με ένα από εκείνα τα υπέροχα, σκούρα τριαντάφυλλα μέσα. Η Κάτια έπνιξε ένα επιφώνημα έκπληξης και για λίγο ξέχασε τον πόνο της.
«Μα είπες πως...»
«Είπα πως δεν πιστεύω σε μύθους.»
«Ναι, αλλά έστω και μία πιθανότητα να υπάρχει να αληθεύει αυτό που λένε...»
«Τότε αξίζει να ρισκάρω.» της είπε και της έδωσε τη γυάλα. «Το παρήγγειλα να μου το φτιάξουν λίγες μέρες πριν, για να στο δώσω τη μέρα που θα φύγεις για να με θυμάσαι. Είναι εμποτισμένο με ένα ειδικό υγρό για να μη μαραθεί ποτέ.»
«Είναι υπέροχο...» ψιθύρισε η Κάτια κρατώντας το ανάμεσα στα χέρια της. Έπειτα το άφησε σε ένα τραπεζάκι δίπλα και αγκάλιασε τον Λεωνίδα, μην αντέχοντας άλλο και ξεσπώντας πάλι σε δάκρυα στην αγκαλιά του.
«Θα μου λείψεις πολύ, Λεωνίδα. Σε ευχαριστώ για όλα.» του είπε.
«Κουράγιο.» της είπε εκείνος χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.
Η ώρα για να φύγουν τα κορίτσια είχε φτάσει, και όλη η βασιλική οικογένεια τις αποχαιρέτησε στον μπροστινό κήπο πριν μπουν στην άμαξα. Η Κάτια και η Άντζελα ήταν ψύχραιμες, ενώ η Μαρία ήταν ένα ράκος, θα έλεγε κανείς πως έτοιμη ήταν να λιποθυμήσει.
************************************************************************
Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι μέσα από δάση και απέραντες πεδιάδες, μαγευτικά τοπία τα οποία όμως καθόλου όρεξη δεν είχαν να θαυμάσουν αυτή τη φορά, και ορισμένες στάσεις για ξεκούραση και τουαλέτα, η άμαξα έφτασε το βράδυ στον Νότο. Ο αμαξάς είχε τη διεύθυνση του σπιτιού από την Ανθή, έτσι τις πήγε κατευθείαν εκεί.
Ένα πλήθος κόσμου βρισκόταν έξω και μέσα στο σπίτι, γείτονες και φίλοι της Χριστίνας και των τριών κοριτσιών. Μια καλή της φίλη είχε κανονίσει μάλιστα τα πάντα σχετικά με την κηδεία. Η Χριστίνα βρισκόταν τοποθετημένη μέσα σε ένα φέρετρο στο κέντρο του μικρού σαλονιού και όταν την αντίκρισαν, η Μαρία κατέρρευσε αμέσως και σωριάστηκε στο πάτωμα, ενώ οι αδελφές της και ορισμένοι απ' τους παρευρισκόμενους έσπευσαν για να τη συνεφέρουν.
Οι επόμενες ημέρες ήταν ένας εφιάλτης για τις τρεις αδελφές, οι οποίες είχαν πλέον μόνο η μία την άλλη στον Νότο. Εικόνες από τον θάνατο και την κηδεία του πατέρα τους επέστρεφαν στο μυαλό τους, εκτός από την Κάτια που δεν είχε παρευρεθεί λόγω του τραυματισμού της. Δεν έπαυε όμως κι εκείνη να νιώθει ξανά εκείνη την αίσθηση της απώλειας και του κενού.
Το βράδυ μετά την κηδεία, που έγινε την επομένη της άφιξης τους στον Νότο, οι τρεις αδελφές έμειναν επιτέλους μόνες τους να πενθήσουν. Κάθισαν στο σαλόνι αμίλητες. Όλα τα δάκρυα είχαν στερέψει πλέον, και τα μαύρα φορέματα που φορούσαν τις έκαναν να φαίνονται ακόμα πιο χλωμές από ότι ήδη ήταν. Η Μαρία κοιτούσε στο κενό, ενώ η Κάτια στριφογυρνούσε στα χέρια της τη γυάλα με το «μαύρο τριαντάφυλλο» που της είχε χαρίσει ο Λεωνίδας, αναλογιζόμενη όλα όσα συνέβησαν και συγχρόνως τα λόγια που της είχε πει:
Λένε πως αν χαρίσεις ένα τέτοιο τριαντάφυλλο σε μια κοπέλα, εκείνη θα σε ερωτευθεί, όμως το μέλλον σας θα είναι σκοτεινό και θα καταστραφείτε κι οι δύο. Αν ήταν αλήθεια αυτό, ακόμα και τότε δεν την ένοιαζε, γιατί μόνο μαζί του ήθελε να είναι. Ήθελε να γυρίσει πίσω στον Βορρά.
«Τι θα κάνουμε;» διέκοψε τις σκέψεις της και τη σιωπή η Άντζελα.
«Η μαμά έχει δίκιο.» απάντησε η Κάτια. «Δεν έχει μείνει τίποτα πια για εμάς εδώ. Πρέπει να επιστρέψουμε στον Βορρά.»
«Και να μείνουμε για πάντα μαζί της;» ρώτησε η μικρότερη αδελφή.
«Ναι. Περάσαμε όμορφα όλες αυτές τις μέρες που μείναμε, και αν γυρίσουμε, το κλίμα του παλατιού, τα αγόρια και η αδελφή μας θα μας κάνουν να ξεχαστούμε. Τι λέτε;»
«Εγώ συμφωνώ.» είπε η Άντζελα. Η Μαρία είχε παραμείνει σιωπηλή όλη αυτή την ώρα και ατένιζε το κενό.
«Μαρία, εσύ τι λες; Θέλεις να μείνουμε μόνιμα στον Βορρά;»
«Κάντε ό,τι νομίζετε.» απάντησε εκείνη. Η Άντζελα κάθισε δίπλα της και την αγκάλιασε.
«Γλυκιά μου, πρέπει να συμφωνήσουμε και οι τρεις. Το ξέρω ότι πονάς για το θάνατο της θείας, όλες μας πονάμε. Όμως το Παλάτι του Βορρά και η νέα μας οικογένεια θα μας κάνουν καλό. Θα κάνουμε μια νέα αρχή.» της είπε.
Η Μαρία σκούπισε για άλλη μια φορά τα μάτια της, πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμογέλασε.
«Εντάξει.» είπε τελικά. «Ας πάμε πάλι πίσω στον Βορρά.»