Όταν καταλαβαίνω τι κάνω απομακρύνομαι αμέσως.Όταν δηλαδή βρίσκω την δύναμη να απομακρύνθω.
Με κοίταζε με τα γουρλωμένα καφέ της μάτια σοκαρισμένη.
Δεν ήξερα τι να πω.
Τι έκανα;Τι ακριβώς έκανα;
Ο Θεέ μου.
Αυτό δεν έπρεπε να γίνει.Τώρα;Τώρα τι κάνω;Τώρα τι λέω;
Αν πω ότι όντως είμαι μεθυσμένος;
Αλλά δεν ήπια σχεδόν καθόλου.«Πα...πας καλά;Τι...τι κανείς..;»λεει.
Τι κάνω.Ωραία ερώτηση.
«Βασικά....»λέω αλλά σταματάω εκεί γιατί δεν ξέρω τι να πω.
Κοιτάω πάνω.
Ας σου ζητήσω κάπως να με βοηθήσεις δεν θα το κανείς έτσι;Ξέρω ότι έχω καιρό να έρθω στην εκκλησία και δεν αξίζω την βοήθεια σου αλλά πραγματικά την χρειάζομαι.Στείλε μια βροχή,ένα χαλάζι,κάτι!
«Βασικά;»λεει.
«Βασικά το έκανα για σένα.Για να ηρεμήσεις.Δεν ξέρω τι σε εποιασε σήμερα αλλά φέρεσαι περίεργα και για αυτό.Για να ηρεμήσεις.Για να ηρεμήσεις.»λέω ξανά και ξανά.Σαν τρελός ακούγομαι αυτήν την στιγμή.
«Πως ένα φιλί σου με ηρεμεί;Χαζός είσαι;Μην το ξανακάνεις!Δεν χρειάζομαι κανέναν να με ηρεμήσει οκ;!»φωναζει και φεύγει.
Δεν ξέρω πως αλλά η απάντηση μου την νευρίασε πιο πολύ και από το φιλί μου.
Κάθομαι κάτω στην άμμο.
Καμία σωτηρία να ξεχαστεί όλο αυτό αύριο.
Το ξέρω.Κρύβω το πρόσωπο μου στις παλάμες μου.
Πως τα έκανα έτσι;Τι έκανα έτσι;Τι έχω πάθει;
Βασικά λάθος ερώτηση.
Τι έχω πάθει μαζί της είναι η σωστή ερώτηση.Γιατί αυτή;
Γιατί από όλες τις γυναίκες εδώ πέρα ας πούμε αυτή;
Βρήκα την πιο περίεργη και πιο οξύθυμη και πιο...και πιο...και πιο όμορφη και πιο έξυπνη και...!Έμπλεξα.
Το μόνο σίγουρο.
Το θέμα είναι πως ξεμπλέκω.Αρχίζει να βρέχει τώρα.
Πλάκα κανείς έτσι;
Ούτε ο θεός δεν με θέλει.
Σηκώνομαι να φύγω όταν συνηδητοποιω ότι δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι.
Το κερασάκι στην τούρτα.***
Φτερνίζομαι για δέκατη φορά.
«Γιτσες!»ακουω και γυρνάω και βλέπω τον Κώστα.
«Ευχαριστώ»λέω.
Ξέρω ότι δεν μένει στην Σαντα Ροζα αλλά σήμερα Κυριακή είναι εδώ και όχι μόνο αλλά βοηθάει τον μπαμπά του.
«Κρυώσες;Αλλεργίες;»ρωτάει.
«Μάλλον το πρώτο»λέω.Χθες άργησα να βρω το σπίτι.Αυτά παθαίνεις αν δεν έχεις Ίντερνετ στο κινητό.
Έτσι όταν πήγα στο σπίτι είχα γίνει μούσκεμα.Και φυσικά την Αλεξάνδρα δεν την είδα.
«Πήγαινε σπίτι να ξεκουραστείς.Θα τα κάνω εγώ.»λεει όταν πλησιάσει.
«Όχι όχι δεν πειράζει...θα τελειώνω πρώτα και...»
«Πήγαινε να ξαπλωσεις.Θα τελειώσω εγώ.Έλα.»λεει και παίρνει το σφουγγάρι από τα χέρια μου.Δεν ήθελα.
Άλλωστε αυτός από ότι άκουσα ειναι επιχειρηματίας αρα δεν ξέρω αν το έχει ξανακάνει.«Σίγουρα;»ρωτάω.
«Πήγαινε.Καλή ξεκούραση»λεει.Κουνάω το κεφάλι μου και αφού παίρνω τα πράγματα μου ξεκινάω για το σπίτι.
Φτάνω αμέσως και αφού έχω φταρνιστεί άλλες δέκα φορές νιώθω μια κόπωση.Λες και πονάνε τα κόκαλα μου όλα.
Αυτό μου ελειπε τώρα μέσα σε όλα.
Και όταν εννοώ μέσα σε όλα εννοώ μέσα σε όλα με την Αλεξάνδρα.Ήμουν στην κουζίνα και ζέστανα νερό να φτιάξω ένα ζέστο τσαι όταν άκουσα φτέρνισμα.
Και όχι δεν ήταν δικό μου.Όταν το άκουσα άλλες δυο φορές ήξερα ότι έρχεται από το δωματιο της.
Πλησίασα στην πόρτα.Δεν ήταν τελείως κλειστή έτσι απλά την έσπρωξα με το χέρι μου και άνοιξε αμέσως.
Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της,σκεπασμένη μέχρι τον λαιμο με μια γκρι κουβέρτα.Γυρνάει τα μάτια της και με βλέπει αλλά δεν κουνιέται.
«Είσαι καλά;Τι έχεις;»ρωτάω καθώς πλησιάζω.
Φτερνίζεται άλλη μια φορά πριν απάντησει.
«Μάλλον κρύωσα.Κρυώνω λίγο»λεει.Και αυτή;Τι γίνεται;
«Έχεις πυρετό;»λέω και βάζω το χέρι μου στο μέτωπο της.Δεν φαίνεται ζέστη.
«Δεν νομίζω»λεει και βγάζω το χέρι μου.
«Όχι δεν πρέπει να έχεις»απανταω και φτερνίζομαι και εγώ.«Και εσυ;»ρωτάει εκείνη.
«Άργησα να βρω το σπίτι χθες.Είχες δίκιο.Χάθηκα»λέω.Ρίχνει ένα μικρό γέλιο.
«Κάνω τσαι για μένα.Θα κάνω και για σένα»λέω και πάω μέσα.