Ώρα αποχωρισμού ...

421 22 1
                                    


Κεφάλαιο 21ο

Το επόμενο πρωί σηκώθηκε πρώτη . Έφτιαξε πρωινό μιας και είχε αρκετή ώρα ακόμη στην διάθεσή της μέχρι να φύγει . Το βάρος στο στήθος της την ζόριζε απίστευτα και τα λεπτά στο ρολόι του τοίχου έμοιαζαν να τρέχουν μαραθώνιο . Έκλεισε την βαλίτσα της . Ντύθηκε βάφτηκε ελάχιστα και μπήκε ξανά μέσα στο δωμάτιο της . Άπλωσε το χέρι της μπερδεύοντας τα δάχτυλά της στις μπούκλες του . Είχε αλλάξει ελάχιστα από την νύχτα που τον γνώρισε . Τον παρατήρησε καλύτερα τώρα που κοιμόταν, τις γωνίες του προσώπου του, τις μεγάλες βλεφαρίδες και τα ζουμερά του χείλη . Ήθελε τόσο πολύ να τον φιλήσει . Μέσα σε δευτερόλεπτα άνοιξε τα μάτια του, την έπιασε από τα μπράτσα και βρέθηκε από πάνω της . Το μόνο που κατάφερε η ίδια ήταν να βγάλει ένα επιφώνημα έκπληξης και μετά να ξεσπάσει σε δυνατά γέλια .

«Ιάσωνα σταμάτα... σε παρακαλώ... Ιάσωνα!» παραπονέθηκε μέσα στο γέλιο της .

«Ήθελες παιχνίδια νεραιδούλα ? Ε?» ειρωνεύτηκε με βλέμμα ικανοποίησης .

«Έλα σταμάτα ...» συνέχισε να γελάει. Της είχε κοπεί η ανάσα .

«Πες σε παρακαλώ ξανά !» σοβάρεψε κάπως . Η Ρεγγίνα αρνήθηκε με ένα νεύμα . Πλησίασε κοντά στο αυτί της . Το άρωμά του την ζάλισε εντελώς .

«Πες το μωρό μου...» ψιθύρισε με βραχνή φωνή. Το στομάχι της σφίχτηκε και μια ευχάριστη αίσθηση την πλημμύρισε . Μάζεψε όσο κουράγιο είχε .

«Ιάσωνα ... Σε παρακαλώ !» απάντησε το ίδιο χαμηλόφωνα . Δεν απάντησε . Μόνο ακούμπησε τα χείλη του στον λαιμό, τα μάγουλα, τα χείλη και το μέτωπό της . Έβαλε το κεφάλι του στο σημείο της κοιλιάς της . Με τα χέρια της πείραξε λίγο της μπούκλες του . Αφαιρέθηκε ξανά .

«Ει...» σήκωσε το κεφάλι καρφώνοντας την «Όλα καλά ?» ένευσε καταφατικά . Σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι του «Έλα ! Πάμε να φάμε πρωινό μαζί και μετά να σε πάω στον σταθμό» Έτσι και έγινε . Έφαγαν το πρωινό τους μαζί, πήρε τα πράγματά της και κλείδωσε το σπίτι .

«Με την μηχανή θα πάμε ?» ρώτησε .

«Ναι!» χαμογέλασε παιχνιδιάρικα . Πήρε τον σάκο από τα χέρια της και το τοποθέτησε πάνω ενώ τον έδεσε με ένα χοντρό σκοινί . Έβαλε το κράνος του . Έβαλε και σε εκείνη το δικό της, τον έλεγξε και κούμπωσε το λουράκι . Όλα αυτά χωρίς να σπάσει καθόλου την οπτική επαφή μαζί της . Απομάκρυνε μια τούφα που ξέφυγε από την κοτσίδα της . Πήρε μια βαθιά ανάσα «Έτοιμη!» άφησε ένα φιλί στο λαιμό της . Άπλωσε τα χέρια της τυλίγοντας τα γύρω από τον σβέρκο του . Εισέπνευσε . Μια γερή δόση από το άρωμά του . Λες και θα την κρατούσε ζωντανή. Λες και θα λειτουργούσε όπως το οξυγόνο .Ανέβηκαν στην μηχανή. Έφτασαν στο σταθμό ένα τέταρτο πιο νωρίς. Κατέβηκε και της έβγαλε το κράνος . Περπάτησαν μαζί μέχρι το λεωφορείο της . Δεν ήθελε να μιλήσει . Τι να έλεγε . Ότι θα πεθαίνει μακριά του . Ότι φοβάται να γυρίσει σε εκείνο το μέρος . Ότι εκείνο το βάρος στο στήθος γινόταν πιο έντονο κάθε λεπτό που περνούσε . Τα γνώριζε όλα αυτά, του τα είχε πει εξάλλου . Προσπαθούσε να δείχνει όσο πιο χαλαρή γινόταν, δεν μπορούσε να βαραίνει άλλο και την δική του ψυχή . Δυο εβδομάδες υπομονή και θα γυρνούσε πίσω . Πίσω σε εκείνον . Κρατούσε τον σάκο της ενώ τα κράνη τα είχε αφήσει στην θέση πίσω του . Πλησίασε κοντά της . Ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του . Αναπνοή . Τύλιξε το χέρι του γύρω της .

Το ρίσκοWhere stories live. Discover now