21~ Γερακος

18 9 8
                                    

Η φωνή ανήκει στο άντρα που κάθεται δίπλα μου. Είναι αρκετά πιο κοντός από μένα. Τόσο που πρέπει να σκυψω για να του ρίξω μια ματιά. Είναι γερός. Πάρα μα πάρα πολύ γερός. Είναι η στιγμη που αναρωτιέσαι αν μιλάς με έναν ηλικιωμένο κύριο ή με ένα νεκρό πλάσμα. Μοιάζει με άντρα που κάθε χρόνο και με επιδέξιες κινήσεις γλιτώνει από τα χέρια του χαρου και μετα γελαει με την τυχη του. Τα γέρικα χέρια του είναι πιασμένα μεταξύ τους και το πρόσωπο του κοιτάει ψηλά το πρόσωπο του αγάλματος. Είναι τόσο γέρος που τα χαρακτηριστικά του είναι δύσκολο να διακριθούν.

   Κάτω από αυτό το γέρικο πρόσωπο, θα επρεπε να υπαρχει ενα νεο αλλα οσο και να ψάξω δεν μπορώ να βρω έναν νέο άντρα εκει κατω. Είναι σαν να έμοιαζε μια ζωή έτσι. Τα υγρά μάτια του αφήνουν ήσυχο το άγαλμα και παγιδευουν εμένα. Όταν τον άκουσα δίπλα μου τρομαξα μα τώρα ο τρόμος έχει γίνει περιέργεια. Ο άντρας απέναντι μου με κοιτάζει ανέκφραστος για λίγα δευτερόλεπτα έπειτα φεύγει. Δεν καθεται να δώσει εξηγήσεις, δεν τον ενδιαφέρει να συστηθεί και το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν να μάθει το όνομα μου.

     "Συγγνώμη τι είπατε;" ρωταω μετά από όλα αυτά τα λεπτά απόλυτης σιωπής. Άκουσα μια χαρά τι είπε αλλά θέλω να τον εμποδιζω να φύγει. Είπε πως πρέπει να κοιτάξω καλά για να καταλάβω. Αλλά είμαι δεκα λεπτα εδώ και τα δύο μάτια μπροστά μου δεν μου μιλάνε. Προσπαθώ να μην τον αφήσω να φύγει. Απλά δεν τυχαίνει κάθε μέρα να σκάνε από το πουθενά περίεργοι ηλικιωμένοι και να μου λένε πράγματα. Σταματάει το αρκετά γρήγορο περπάτημα για την ηλικία του και γυρίζει προς το μέρος μου.

   Κοιτάζει εμένα και μετά το άγαλμα. "Μοιάζετε εσείς οι δύο ξέρεις. Έχετε ίδιο βλέμμα" Ακούγεται η βαριά φωνή του και κάνει πάλι να φύγει μακριά. Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό και απλά κοιτάζω τα γεγονότα να διαδραματιζονται. Μοιαζω με το αγαλμα; Ειχα σκεφτει δυο χιλιαδες πραγματα πριν λιγο αλλα ποτε αυτο. Δεν ξέρω γιατί. Αλλά σαν να μου έδωσες κάποιος εντολή και χωρις να το πολυ σκεφτώ ακολουθώ τον γεράκο.

   "Τι εννοείτε;" λέω προσπαθώντας παραλληλα να τον φτάσω. "Γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό; Σου φαίνομαι για μεγαλος;" Με αποστομωνει  χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Γελά δυνατά σαν να μην τον νοιάζει καθόλου αν θα μας ακούσει κανείς βραδιάτικα. "Έχετε ίδιο βλέμμα αγόρι. Προσπαθούσες να δεις τι συναισθήματα κρύβουν τα μάτια της. Προσπάθησε πρώτα να βρεις τα δικά σου κρυμμένα συναισθήματα και μετά θα καταλάβεις και τα δικά της" Λέει και συνεχίζει το περπάτημα. Τι εννοει;

  Μπαίνουμε μέσα στο κάστρο και στρίβει στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ήρθα. Δεν με νοιάζει και πολύ που πάει απλά τον ακολουθώ από πίσω. "Ήσασταν ώρα εκει;" Με αγριοκοιτάζει. "Ήσουν ώρα εκεί;" διορθώνω. Παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Λοιπον, ο χρονος ειναι υποκειμενικος. Αυτο που εσυ μπορει να ονομαζεις μια αιωνιοτητα εγω το λεω πεντε λεπτα." απαντα αδιαφορα. Τι θα γίνει τώρα κάθε ερώτηση θα την απαντάει με έναν γρίφο; Προσπαθώ τόσο πολύ να καταλάβω την κατάσταση αλλά όλο αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Ο γεράκος απτόητος προχωράει μπροστά σχεδόν μη δίνοντας καθόλου σημασία στην παρουσία μου. Σαν να νομίζει πως στην επόμενη στροφή επρόκειτο να στρίψω.

   Φτάνουμε σε μια μεγάλη ξύλινη πόρτα. Φαίνεται βαριά και φτιαγμένη σε μια εποχή πολλά χρόνια πριν καν υπαρξω σε αυτο τον κόσμο. Ίσως αυτή και ο γεράκος να έχουν ίδια ηλικία. Ο γεράκος ξεκλειδώνει και με δύναμη που δεν περίμενα σπρώχνει την βαριά πόρτα και μπαίνει μέσα. Και εκεί είναι που σταματώ εγώ. Με κοιτάζει με ένα ερωτηματικό στο βλέμμα.

   "Δεν θα περασεις;" Λέει ανέμελα. Λες και γνωριζόμαστε χρόνια τώρα και ήταν αυτονόητο ότι θα έμπαινα μέσα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ειμαι σιγουρος για τις κινήσεις μου. Αλλά ποτέ ημουν;
  

King Without SoulWhere stories live. Discover now