Η μητέρα μας κοιτούσε σοβαρή, αγέλαστη, και λίγο σαστισμένη για την σκηνή στην οποία άθελα της είχε υπάρξει θεατής.
«Νομίζω ότι εμείς οι τρείς πρέπει να μιλήσουμε» είπε και τσούλησε το καρότσι της προς το σαλόνι. Ακολουθήσαμε σαν ντροπιασμένοι έφηβοι που πιάστηκαν στα πράσα.
«Δεν ξέρω τι γίνεται με σας τους δυο», ξεκίνησε να λέει, «όμως δεν μου αρέσει αυτό που συμβαίνει κάτω από την στέγη μου. Είστε και οι δυο ενήλικες φυσικά και δεν έχω αντίρρηση να δεχτώ ότι υπάρχει μια αμοιβαία έλξη. Πάντα υπήρχε» συνέχισε ξαφνιάζοντας μας, με τα λόγια της «όμως δεν δέχομαι να κοροϊδεύεται τους άλλους. Έχετε και οι δυο σας σχέση. Δεν μπορείτε να παίζεται με τα συναισθήματα κανενός. Σταματήστε πριν πληγώσετε κανέναν αθώο. Προσέξτε και ειδικά εσύ Μαίρη. Η Στέλλα είναι φίλη της Ιουλίας και δεν θέλω να έχουμε προβλήματα μαζί της και με τον αδελφό σου. Μόλις ενώθηκε η οικογένεια μας, μην την διαλύσουμε πάλι. Σας προειδοποιώ», είπε θυμωμένη κι έφυγε αφήνοντας μας αμήχανους. Είχε δίκιο. Έπρεπε να ντρεπόμαστε. Αφηνόμασταν στο στιγμιαίο πάθος να μας παρασύρει και δεν λογαριάζαμε τον κόσμο που θα πληγώναμε. Έπρεπε να σταματήσει αυτό το παιχνίδι. Έπρεπε να βρω τη δύναμη να μείνω μακριά του.
«Πάμε;» είπα σοβαρά, αγγίζοντας τα όρια της ψυχρότητας και προχώρησα προς την πόρτα. Βγαίνοντας στον κήπο μια κραυγή ενθουσιασμού έσβησε την προηγούμενη παγομάρα.
«Έχεις ακόμα την μηχανή» φώναξα όταν είδα την μπλε Honda του παρκαρισμένη στον κήπο.
«Δεν την αποχωρίζομαι ποτέ» ομολόγησε και μου έδωσε το δεύτερο κράνος. Φόρεσε το δικό του και ξεκινήσαμε.
Πως θα κατάφερνα να διατηρήσω τις αποστάσεις μου, όταν κάθε φορά κάτι γινόταν κι ένιωθα ότι ήμουν πάλι το μικρό εκείνο κορίτσι που άφησα πίσω μου όταν έφυγα για την Ιταλία ; Η αδρεναλίνη χτύπησε κόκκινο μέσα στις φλέβες μου έτσι όπως τρέχαμε. Σφίχτηκα στην αγκαλιά του και έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας τον αέρα της ταχύτητας, νιώθοντας στιγμιαία ελεύθερη, χωρίς ευθύνες και πρέπει να φυλακίζουν τις επιθυμίες μου.
«Τι τέλεια που ήταν», είπα ενθουσιασμένη όταν φτάσαμε στον προορισμό μας.
«Πάντα σου άρεσε. Θυμάσαι ; Κάθε φορά που ήσουν στενοχωρημένη και με έβρισκες σπίτι σας με τη μηχανή μου ζητούσες να σε πάω βόλτα. Όταν γυρνούσαμε ήσουν άλλος άνθρωπος. Το πρόσωπο σου ήταν πιο φωτεινό, τα μάτια σου έπαιρναν ένα σκούρο καφέ χρώμα από τον ενθουσιασμό. Χαιρόμουν να ξέρω ότι είχα συμβάλλει σε αυτή τη χαρά», εξηγούσε κι έφτιαξε ένα τσουλούφι πίσω από το αφτί μου ενώ ο εγκέφαλος μου ανέσυρε ακόμα μια ανάμνηση από το κοινό παρελθόν μας.
YOU ARE READING
Οι Επιλογές Μας
RomanceΝέο εξώφυλλο από την @DepAndrews! "'Οσο σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. " Η Μαίρη επιστρέφει μετά από οκτώ χρόνια για τον γάμο του αδελφού της. Απόκληρη, κυνηγημένη, γεμάτη μυστικά. Προσπαθεί να επιβιώσει μέχρι το γάμ...