Ποιος ήταν αυτός ο ξένος που είχε έρθει από το πουθενά να αναστατώσει την οικογενειακή γαλήνη; Κάτι τέτοιο σκέφτηκε ότι μάλλον θα πέρασε από το μυαλό της θεία Αντωνίας, η Αγγέλα και δεν κρατήθηκε να μην ξεσπάσει στα γέλια για αυτό και χώθηκε πάλι πίσω στην κουζίνα. Άφησε την πόρτα όμως ανοιχτή και κόλλησε στον τοίχο δίπλα για να είναι όσο πιο κοντά μπορούσε και να ακούει καθαρά. Θα ήταν ψέμα αν έλεγε ότι και αυτή δεν πέθαινε να μάθει ποιο ήταν αυτός ο Λουκάς.
Πράγματι η Αντωνία αναστατωμένη, αδιαφόρησε για εκείνον και παραμέρισε τη γιαγιά Χρυσούλα βομβαρδίζοντάς την με ερωτήσεις όπως, «Μητέρα, για όνομα του θεού, ποιο είναι αυτό το παιδί;» και «Μα καλά γιατί δεν είπες ότι θα έχουμε και ξένους, να ντυθούμε πιο επίσημα;». Από την άλλη η Αλίκη αν και αυτή κόρη της γιαγιάς Χρυσούλας, έμοιαζε περισσότερο στο μακαρίτη τον πατέρα της. Και ενώ ήταν η Αντωνία αυτή που φημιζόταν για το καλό γούστο και του τρόπους της, η Αλίκη έκανε κίνηση προς το άγνωστο παιδί για να τον κάνει να μη νοιώθει άβολα. «Πέρασε μέσα, μην στέκεσαι στην πόρτα, έχει παγωνιά.»
Καθηλωμένη ακόμα δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, η Αγγέλα δεν έλεγε να πλησιάσει και μόνο κρυφοκοίταζε. «Α, σε παρακαλώ Αντωνία, δεν μπορώ να φέρω έναν φίλο μου στο σπίτι μου;» πρώτη φορά άκουγε τη γιαγιά Χρυσούλα να εκνευρίζεται τόσο πολύ. «Λουκά, πάρε μελομακάρονο τους κουραμπιέδες άφησέ τους καλύτερα, προσπάθησε να τους φτιάξει η Αντωνία αλλά όχι και με πολύ επιτυχία...»
«Μητέρα! Μην με προσβάλεις!»
«Να μάθεις να κάνεις καλύτερους κουραμπιέδες και δεν θα σε προσβάλω, Λουκά πάρε και δίπλες, να φανταστώ εκεί στα Παρίσια δεν είχε τέτοια, σωστά;»
«Παρίσι; Από εκεί έρχεσαι νεαρέ μου;» Ο θείος Σπύρος μόλις το άκουσε άφησε και τα τηλέφωνα και όλα. Η Αγγέλα αναστέναξε εκνευρισμένη από την αντίδρασή του. «Έχω και εγώ ρίζες από Γαλλία, ξέρεις. Η ξαδέρφη της γιαγιάς μου είχε κάνει έναν γάμο στη Λυόν-»
«Ο όχι, δεν έχω καμία σχέση με Γαλλία!» ακούστηκε μετά από ώρα η φωνή του Λουκά που μέχρι τώρα είχαν πέσει όλοι πάνω του και δεν τον άφηναν να βγάλει άχνα. «Απλά ήμουν στο Παρίσι με τους γονείς μου για τα Χριστούγεννα μερικές μέρες.» εξήγησε δαγκώνοντας το μελομακάρονο. Χωρίς να το πάρει χαμπάρι, η Αγγέλα είχε ξετρυπώσει τελείως από την κουζίνα και περίεργη καθώς ήταν άκουγε τις συζητήσεις.
«Καλά και γιατί γυρίσατε τόσο σύντομα; Δεν είναι ακόμα Χριστούγεννα;» η μητέρα της απόρησε δείχνοντας στο Λουκά τον καναπέ να κάτσει μπας και απομακρυνθούν όλοι από την πόρτα που στέκονταν ακόμα.
YOU ARE READING
Όσα χάθηκαν στον χρόνο.
Short StoryΚάθε χρόνο τα Χριστούγεννα μαζεύονται όλη η οικογένεια στης γιαγιά Χρυσούλας, μα όπως κάθε τυπική ελληνική οικογένεια υπάρχουν οι διαφωνίες, οι αντιζηλίες, το άγχος των γιορτών που όμως κάνουν τις σχέσεις των ανθρώπων πιο πραγματικές. Και μέσα σε μι...