Του γλυκού νερού

1.3K 170 32
                                    

   Η Αρετή κοίταξε ανήσυχα το Νικήτα: τα χέρια του έτρεμαν, καθώς έκρυβε το πρόσωπό του στις παλάμες του.

  Η γυναίκα απέναντί τους τούς κοίταξε με περιέργεια και διπλή επιφύλαξη.

"Ποιον γυρεύετε, χριστιανοί;" ρώτησε ξανά και συνοφρυώθηκε.

"Λίγο... λίγο νερό θέλαμε μονάχα." είπε η Αρετή και κράτησε το μπράτσο του Νικήτα ενθαρρυντικά.

"Όσο θέλετε." χαμογέλασε η Θοδώρα τελικά και άνοιξε το  πορτάκι της αυλής. "Τι έχει το παλληκάρι; Και εσύ κορίτσι μου γιατί είσαι ντυμένη αντρίκια;"

"Σκίστηκε το φόρεμά μου και ο άντρας μου μού έδωκε δικά του ρούχα." απάντησε ήσυχα η Αρετή, κάνοντας το Νικήτα να την κοιτάξει τελικά έκπληκτα με τα δακρυσμένα του μάτια.

"Ξένοι είστε; Από πούθε έρχεστε;" ρώτησε η γυναίκα και σέρβιρε το νερό της στάμνας της σε δυο πήλινα ποτήρια, που στέγνωναν μαζί με άλλα κεραμικά σε ένα απλωμένο πανί δίπλα από την πόρτα.

"Ταξιδιώτες είμαστε, ήρθαμε να βρούμε τους δικούς μας από τη Βενέτσια." κατάφερε να μιλήσει τελικά ο νεαρός, βραχνά, και κάθισε σε ένα κούτσουρο που ήταν παρατημένο δίπλα από την πόρτα.

  Η Αρετή πήρε το ποτήρι της και έκατσε στο χώμα, κουλουριασμένη δίπλα από τα πόδια του Νικήτα. Η Θοδώρα γύρισε και έδωσε στο Νικήτα το δικό του ποτήρι. Τα μάτια της κλείδωσαν μέσα στα δικά του σε μια στιγμή, καθώς το χέρι του άγγιξε το δικό της για να πάρει το ποτήρι. Έμεινε να τον κοιτά, ξέπνοη, παραξενεμένη. Αυτός ο ξένος τής θύμιζε κάτι. Κάτι αόριστο, αλλά οικείο.

"Ποιος είσαι, παλληκάρι μου;" τον ρώτησε μουρμουριστά, μην μπορώντας να σταματήσει να τον κοιτάει. "Νιώθω ότι κάπου σε ξεύρω. Είσαι από τούτα εδώ τα μέρη; Συμπάθα με για την περιέργειά μου, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που σε γνωρίζω."

"Είμαι από την Καλαμάτα μέσα." απάντησε σχεδόν παιδιάστικα ο Νικήτας και έσκυψε το κεφάλι τελικά.

"Κι εγώ από κείθε είμαι, μα σαν παντρεύτηκα ήρθα στα μέρη του άντρα μου, εδώ. Ζουν οι γονιοί σου; Μήπως ήξευρα αυτούς στην Καλαμάτα; Ήμουν σε ένα σπίτι ψυχοκόρη για πολλούς χρόνους και ο γιος τους ο μεγάλος είχε πάει στη Βενέτσια να σπουδάξει."

"Όχι, τα γονικά μου δεν ζουν. Τους έφαγαν και τους δυο οι Τούρκοι."

  Η Αρετή σφίχτηκε πιο κοντά στο Νικήτα και ακούμπησε ενθαρρυντικά το γόνατό του. Θα μπορούσε να πει πολλά για να βοηθήσει, αλλά προτιμούσε να σιωπαίνει. Η στιγμή ήταν μονάχα μεταξύ των δύο και το ήξερε.

Ο Γιος της λύκαινας (Wattys2016)Where stories live. Discover now