Όταν τα μάτια μου συνηθίζουν στο δυνατό φως κοιτάζω με την περιέργεια να με κατακλύζει γύρω μου. Βρίσκομαι σε ένα καταπράσινο λιβάδι, με διάσπαρτα μοβ λουλούδια, που πρέπει να είναι λεβάντες να φυτρώνουν ανεξέλεγκτα σε διάφορα σημεία του. Η γλυκιά μυρωδιά τους με κάνει να νιώθω όμορφα. Το έδαφος σε μεγάλη έκταση γύρω μου είναι πεδινό, με κάποιους λόφους να το υπερυψώνουν και να το καμπυλώνουν στο βάθος, σαν μικρά κυματάκια σε πράσινη θάλασσα και κάποια δάση και βουνά να απλώνονται σε μεγάλη απόσταση από το σημείο που βρίσκομαι. Ο ουρανός είναι καταγάλανος γύρω από τον λαμπερό ήλιο και η θερμοκρασία πιο ζεστή από αυτή στον Προύτον. Μάλλον εδώ δεν είναι φθινόπωρο, όπως προφανώς δεν είναι νύχτα, που είχαμε στον δικό μας πλανήτη. Από τη θέση του ήλιου συμπεραίνω πως πρέπει να είναι κοντά στις δώδεκα το μεσημέρι. Πέρα από την εξωπραγματική ομορφιά του τοπίου και την διαφορά στο χρόνο, δεν παρατηρώ συγκεκριμένες διαφορές από το περιβάλλον στον Προύτον προς το παρόν.
Αυτό όμως που μου κάνει εντύπωση, είναι πόσο ζωντανή και ενεργητική νιώθω, παρ’ όλο που στην πατρίδα μας η ώρα ήταν περασμένη και λογικά θα έπρεπε να είμαι κουρασμένη, καθώς η ώρα του ύπνου είχε περάσει πριν μερικές ώρες. Με μια γρήγορη ματιά στους συντρόφους μου από τον Προύτον βλέπω την ίδια φρεσκάδα και ζωντάνια και στα δικά τους πρόσωπα συμπεραίνοντας πως αυτό οφείλεται είτε στο πέρασμα της Πύλης, είτε στο ότι οργανισμός μας κατά έναν περίεργο τρόπο προσαρμόστηκε αμέσως στην αλλαγή περιβάλλοντος,
Μετά την παρατήρηση του τοπίου το βλέμμα μου πλανιέται στους ανθρώπους που με κυκλώνουν. Πέραν της ομάδας που με ακολούθησε από τον Προύτον βλέπω αρκετά καινούρια πρόσωπα που ανήκουν προφανώς σε Ιππότες του Άριτον. Ένας από αυτούς, ένας γκριζομάλλης άντρας γύρω στα 55 με αδρά χαρακτηριστικά και καστανά μάτια κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου και μου τείνει το χέρι.
« Γεια σου Λάιρα, καλώς ήρθες στον Άριτον. Είμαι ο επικεφαλής Ιππότης του Άριτον. Με λένε Έντουαρτ».
Πριν προλάβει καλά καλά να τελειώσει τη φράση του και εγώ να του δώσω το δικό μου χέρι μια αναιδής γυναικεία φωνή ακούγεται.
«Αυτή είναι; Αυτή εδώ βρήκε να επιλέξει η Προφητεία; Είναι κοκαλιάρα και πολύ μικρή, αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να επιβιώσει και να τα καταφέρει».
Στρέφομαι έκπληκτη και ενοχλημένη προς το μέρος της φωνής. Ανήκει σε μια νεαρή γυναίκα γύρω στα 25. Είναι ψηλή και έχει όμορφο γυναικείο σώμα με ελαφρές καμπύλες, που δεν κρύβουν το πόσο δυνατή και γυμνασμένη είναι. Ολόκληρο το σώμα της διαγράφεται κάτω από τα ρούχα που φοράει. Το παντελόνι της είναι καφέ και εφαρμοστό, το ίδιο και η μπλούζα της, που περισσότερο θα τη χαρακτήριζα ως κορσέ που τονίζει τη λεπτή μέση της και το μπούστο της, παρά ως μπλούζα και από την οποία ξεφεύγουν μόνο τα μανίκια από μια λευκή πουκαμίσα που φορά από μέσα. Τα μαλλιά της είναι σκούρα καστανά και είναι πλεγμένα σε μια χοντρή πλεξούδα που φτάνει ως την πλάτη της. Το δέρμα της είναι σταρένιο, τα χείλη της γεμάτα και στην απόχρωση του ώριμου κερασιού και τα καστανά της μάτια με κοιτάζουν με αποδοκιμασία, με μια προκλητική και συνάμα βαρεμένη έκφραση, σαν η όλη διαδικασία και η αναμονή μιας αντάξιας των προσδοκιών της Φύλακα την κουράζει. Είναι αδιαμφισβήτητα όμορφη και πολύ εντυπωσιακή και φαίνεται θαρραλέα πέρα από την αγένειά της.