Κεφάλαιο 11ο.

1.4K 119 3
                                    

Φραγγελάκηδες

Άκουσα έναν θόρυβο στο παράθυρο. Ευτυχώς η αδερφή μου δεν ήταν μέσα. Άνοιξα το παράθυρο με τον φόβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Κοιτούσα αριστερά και δεξιά να βρω ποιος το έκανε. Είδα ένα τριαντάφυλλο κρεμασμένο στο παντζούρι του παραθύρου. Τα αγκάθια είχανε βγει. Φαινόντουσαν. Άρα δεν είχε έρθει τυχαία ως εδώ. Μα ούτε ένα γράμμα κάτι για να δω ποιος είναι. Ιδέα δεν είχα. Ίσως να ήταν για την Μελπομένη τελικά.
Ήρθε η μέρα του χορού. Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη που θα τον ξαναέβλεπα. Ήταν κακό αυτό; Είναι πάνω από 15 χρόνια μεγαλύτερος μου όμως αυτό είναι που με εξιτάρει. Πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωθα έτσι.
Ντύθηκα και έτρεχα να πάω στην σχολή πρωτού φτάσει αυτός. Βιαζόμουν τόσο που ξέχασα το κινητό σπίτι μου. Σήμερα ήταν η μέρα που είχα αργά το απόγευμα μάθημα και το τραβούσαμε λίγο παραπάνω. Εγώ χαιρόμουν πάντα.
Μπήκα μέσα και κλασσικά κάθισα με την Εύη. Ήταν ναι μεν 28 χρόνων αλλά κάναμε τρομερή παρέα οι δύο μας. Μιλήσαμε και ο δάσκαλος μας είπε να σηκωθούμε και να πάρουμε θέση στον κύκλο. Εκείνος έλειπε. Δεν είχε έρθει. Εγώ περίμενα και περίμενα αλλά μάταιο. Δεν ήξερα και το όνομα του. Ντρεπόμουν να ρωτήσω. Ακόμα και την Εύη ναι. Η Μαρία έλειπε. Δεν είχα με ποιον να μιλήσω ή ποιον να με επιπλητει για τα λάθη που κάνω.

"Ένα δύο τρία, ένα δύο τρία, βήμα βήμα, άρση και πάλι το ίδιο." επανάλαβε ο κύριος Ματθαίος για πολλοστή φορά.
"Καλησπέρα!"
"Αντε ρε! Λέω και εγώ αυτό ήταν τα παράτησε."

Και ναι ήρθε! Ήμουν τρισευτυχισμενη πλέον! Ήθελα να υπολογίσω που θα έμπαινε αλλά εν τέλη ήρθε δίπλα μου. Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι αυτό, μάλλον όχι. Ήρθε δίπλα μου και με έπιασε από τον ώμο, τόσο σφιχτά που ένιωσα το κοκκίνισμα του ώμου μου. Είναι ψηλός και μου είναι κάπως δύσκολο να τον πιάνω από τον ώμο οπότε τον πιάνω λίγο πιο ψηλά από το εσωτερικό του αγκώνα του.

"Μήπως σε πονάω Χαραυγη;" με ρώτησε και αυτό το Χαραυγη έτσι όπως το είπε, γέμισαν τα χείλη του ζωή.
"Όχι όχι! Ειμαι μια χαρά!" του απάντησα ενώ η καρδιά μου απλά έτρεμε.

Συνεχίσαμε να χορεύουμε ως που ήρθε το βραδάκι.

" Ρε παιδιά θα βγούμε πουθενά σήμερα; Έχω όρεξη για κανένα ουζάκι κοντά στην θάλασσα." είπε ο κύριος Θωμάς απευθυνόμενος κυρίως στον κ. Ματθαίο.
" Και δεν πάμε μωρέ!" απάντησε εκείνος γεμάτος χαρά ενώ έβγαζε το σιντι από το σκονισμένο λαπτοπ.
" Παιδιά πάμε στου Αϊβαλή, κοντά στην αμμουδιά είναι " είπε με μια απίστευτη φωνή εκείνος που με έκανε να νιώθω υπέροχα.
"Μέσα μεσα!" αναφώνησα όλοι τους.

"Ανάθεμα την βεντέτα"Where stories live. Discover now