22 Ιουλίου 2011
Με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του απομάκρυνε τη ξανθή τούφα μαλλιών που κάλυπτε τα καστανά του μάτια, μπλοκάροντας το οπτικό του πεδίο. Ασυναίσθητα, ο Κρις Σάντερς, έστριψε το κεφάλι του και έριξε μια κοφτή μάτια στη μεσήλικη γυναίκα με τα κοκάλινα γυαλιά, στερεωμένα στην άκρη της μύτης της, και τη πρόχειρη αλογοουρά που καθόταν σιωπηλή στη θέση του συνοδηγού δίπλα του, ενώ μανιωδώς προσπαθούσε να διαβάσει έναν παμπάλαιο οδικό χάρτη.
«Μαμά.» έσυρε έναν αναστεναγμό. «Σε παρακαλώ, άσε τον χάρτη. Ξέρω τον δρόμο.» τη διαβεβαίωσε, τραβώντας τη προσοχή της Μάργκαρετ, η οποία αφότου χάρισε ένα ζεστό, ελαφρώς αμήχανο, χαμόγελο στον γιο της, έβαλε τον χάρτη πίσω στο γεμάτο από παλιά cd τζάζ μουσικής, ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Μπορούσε να καταλάβει ότι η μητέρα του ήταν νευρική, σίγουρα όμως όχι περισσότερο απ' όσο ήταν ο ίδιος. Αισθανόταν τις παλάμες του ιδρωμένες, να σφίγγουν με δύναμη την δερμάτινη επένδυση του τιμονιού, μη όντας σίγουρος αν έφταιγε το άγχος ή η ζέστη του καλοκαιρινού, συνάμα φλογερού, ηλίου. Ο Κρις έβλεπε τον ήλιο ως τον Ρωμαίο και τη Σελήνη ως την Ιουλιέτα του, ο έρως των οποίων έμοιαζε με τον απαγορευμένο καρπό στον Κήπο της Εδέμ. Έτσι, ο πληγωμένος Ήλιος, κατά καιρούς, ξεσπούσε τον θυμό του στους ανθρώπους· βασανίζοντας τους αλύπητα με τον καύσωνα. Ναι, ο Κρις σίγουρα δεν ήταν λάτρης του καλοκαιριού.
Ο νεαρός ένιωθε σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο μέτωπο του. Έκανε αφόρητη ζέστη, πράγμα το οποίο σιχαινόταν απίστευτα, σχεδόν τόσο πολύ όσο την αποτυχία που τους τελευταίους μήνες αντιπροσώπευε πλήρως το χάος, που δικαιολογημένα ονόμαζε ζωή. Η απερίσκεπτη απόφαση του να επιστρέψει στη Λουιζιάνα, ασχέτως αν βρήκε σύμφωνη την μητέρα του, ήταν το αποτέλεσμα της αποτυχίας του στις εισαγωγικές εξετάσεις για τη Νομική του Πανεπιστημίου της Μινεσότα σε συνδυασμό με την επήρεια μεγάλης ποσότητας αλκοόλης στον οργανισμό του. Όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ένα κομμάτι του εαυτού του φοβόταν να γυρίσει πίσω, όμως γνωρίζοντας ότι η ζωή του δεν είχε κανένα απολύτως νόημα ούτως ή άλλως, και θέλοντας η μητέρα του να είναι χαρούμενη, αποφάσισε να το δοκιμάσει. Εξάλλου, όπως συνήθιζε να επαναλαμβάνει στον εαυτό του, όταν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις και τίποτα να χάσεις. Και ο Κρις ήταν, σίγουρα, κενός πλέον, ή καλύτερα, ο Κρις ήταν, σε αντίθεση με τον Ήλιο, ο εραστής του κενού.
Έστριψε αριστερά, ακολουθώντας τη πινακίδα που με μεγάλα λευκά γράμματα έγραφε «Ντέναμ Σπρινγκς», το όνομα της περιοχής στην οποία μεγάλωσε, βορειοδυτικά της Νέας Ορλεάνης. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς προσπάθησε μάταια να διώξει από το μυαλό του όλες τις ανησυχίες που τον διακατείχαν. Για αυτό ήταν καταραμένος· δε μπορούσε να ελέγξει τον ίδιο του τον εαυτό, ήταν επιρρεπής στην αρρώστια που τον γυρνούσε πίσω στο χθες του. Όπως επίσης, δεν του ήταν εύκολο να παραμείνει ψύχραιμος ούτε για το πιο απλό πράγμα· ήταν σαν να είχε τσακωθεί με την ηρεμία, αποφεύγοντας την επιδεικτικά.
Κοίταξε το ψηφιακό ρολόι που βρισκόταν στο ταμπλό του αυτοκινήτου ώστε να γλιτώσει απ'τις φωνές που το μυαλό του κατέτρωγαν: σύμφωνα με τους νοερούς υπολογισμούς του, έμενε ακόμη μιάμιση ώρα ως τη λύτρωση ή την απόλυτη ταπείνωση.
Ο δεκαεπτάχρονος Κρις Σάντερς και η μητέρα του, Μάργκαρετ, είχαν περάσει τις τελευταίες δύο ημέρες, με εξαίρεση μερικές ώρες σε ένα μικρό μοτέλ στο Ντάνβιλ και σε ένα στην Ατλάντα, στο παλιό, και ελάχιστα στραπατσαρισμένο από τα τρακαρίσματα και μεταχειρισμένο αυτοκίνητο του Κρις. Η Μάργκαρετ είχε προτείνει να ταξιδέψουν αεροπορικά, μα ο επίμονος γιος της αρνήθηκε κατηγορηματικά, μη θέλοντας να αποχωριστεί το αν και παλιό, λειτουργικό αυτοκίνητο του, το οποίο η Μάργκαρετ είχε δηλώσει αμέτρητες φορές πως μισούσε με πάθος. Ο Κρις πάντα πίστευε ότι η μητέρα του δεν μισούσε το αυτοκίνητο, αλλά το ποσό άθλιος ήταν ο ίδιος στην οδήγηση, πράγμα που αλήθευε· ο Κρις Σάντερς δεν ήταν ο τύπος που θα εμπιστευόταν κανείς ώστε να τον γυρίσει σπίτι το βράδυ. Με την μόνη διαφορά ότι δεν θα τον εμπιστευόταν ούτε το πρωί.
Είχε υποσχεθεί στη μητέρα του ότι όταν θα πετύχαινε επαγγελματικά, σημειώνοντας μια αξιόλογη καριέρα ως δικηγόρος - το όνειρο του από παιδί, θα αγόραζε ένα καινούριο αυτοκίνητο και, οδηγώντας προσεκτικά - όπως συνήθιζε να λέει μα όχι να πράττει, θα τη πήγαινε οπουδήποτε εκείνη επιθυμούσε. Ωστόσο, το σύμπαν γέλασε: Η αποτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις τον τσάκισε, αφήνοντας τον με μια εξαιρετικά πικρή γεύση, την οποία ο Κρις δε μπορούσε να αντέξει ούτε με την βοήθεια των χαπιών, του καπνού ή της Αντιγόνης του Σοφοκλή, βιβλίο που παραδόξως τον ηρεμούσε. Ακόμα και αν είχε ταυτιστεί με την αποτυχία και το λάθος όλα εκείνα τα δεκαεπτά, σχεδόν δεκαοκτώ, χρόνια που βρισκόταν εν ζωή, η συγκεκριμένη πονούσε με έναν διαφορετικό τρόπο, κάνοντας τον να νιώθει σαν ένα άδειο κέλυφος που περιπλανιόταν άσκοπα, με ένα διαρκές μούδιασμα να το εμποδίζει απ'το να εκφράσει ή να δεχτεί το οποιοδήποτε ανθρώπινο συναίσθημα.