13ο Κεφάλαιο

542 66 129
                                    


Ο διαπεραστικός ήχος του τηλεφώνου της που χτυπούσε ασταμάτητα τις τρύπησε τα αυτιά. Με κλειστά μάτια, άπλωσε το χέρι της στο κομοδίνο για να το βρει. Μονάχα μία ώρα είχε κοιμηθεί. Μετά από λίγο κόπο και αφού κόντεψε να σωριαστεί στο πάτωμα, κατάφερε να πιάσει την συσκευή, σέρνοντας το δάχτυλο της στην αποδοχή της κλήσης.

Η φωνή του πατέρα της ήρθε στα αυτιά της...

«Κόρη μου συγγνώμη, συγγνώμη παιδί μου. Είσαι καλά πριγκίπισσα μου;»

Η αναστάτωση στον τόνο της φωνής του την έκανε να πεταχτεί από το κρεβάτι

«Μπαμπά; Ηρέμησε για ποιο πράγμα μου ζητάς συγγνώμη; Τι έγινε;» αλαφιασμένη όπως ήταν από τον ύπνο δεν μπορούσε να τον καταλάβει.

«Κορίτσι μου... Εγώ... Ξέρω ότι είσαι θυμωμένη μαζί μου αλλά ποτέ δεν θα σε αποκλήρωνα. Είσαι η ζωή μου! Θα έκανα τα πάντα για εσένα, ήθελα μόνο να σε φοβίσω». Τον άκουσε να της λέει απολογητικά.

«Εντάξει. Το έχω ξεχάσει ήδη μπαμπά, μην ανησυχείς για εμένα και το κυριότερο μην στεναχωριέσαι. Μπορεί να θύμωσα στην αρχή γιατί μου ήρθε απότομο. Ωστόσο, είναι δυνατόν να κρατήσω κακία σε εσένα; Δεν ξέρεις πόση αδυναμία σου έχω;» Ένιωσε την ανάγκη να τον καθησυχάσει. Ναι μεν είχε θυμώσει μαζί του, πολύ κιόλας αλλά ήταν τα πάντα για εκείνη. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον συγχωρέσει.

«Πώς δεν μου κρατάς κακία; Τόσες μέρες ούτε ένα τηλέφωνο... Δεν σε έστειλα στα Κύθηρα για να με ξεχάσεις» παραπονέθηκε με θλίψη ο πατέρας της.

«Αχ μπαμπάκα μου, γίνεται να σε ξεχάσω;  Κατάλαβε με λίγο έχω να διαχειριστώ τόσα πράγματα ξαφνικά. Προσπαθώ να προσαρμοστώ στην νέα μου καθημερινότητα». Του δικαιολογήθηκε με απόλυτη ειλικρίνεια. Ήταν μια νέα ζωή για εκείνη και μάλιστα πολύ διαφορετική από αυτή που είχε έως τώρα συνηθίσει.

«Σε ξύπνησα; Δεν μου ακούγεσαι καλά. Μήπως συνέβη κάτι; Είχες κάποιο περίεργο τηλεφώνημα;» την ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Όχι σαν τι να συμβεί δηλαδή; Μπαμπά δεν μου τα λες καλά, για την ακρίβεια δεν μου τα λες καθόλου καλά. Και έχω κοιμηθεί ελάχιστα».

«Γιατί κοριτσάκι μου δεν κοιμάσαι καλά; Μήπως βλέπεις εφιάλτες; 'Η είσαι άρρωστη; Θα στείλω την θεία σου στα Κύθηρα». Ο παραλογισμός του ήταν ατελείωτος.

«Τι; Τι λες μωρέ μπαμπά. Αυτό μας έλειπε τώρα. Μια χαρά είμαι εγώ. Εσύ κοίτα να χαλαρώσεις λίγο. Λοιπόν, σε αφήνω έχω αρκετή δουλειά σήμερα».

Έρωτας, γλυκός σαν μέλι; (ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗ)Where stories live. Discover now