Κεφάλαιο LXI

948 95 21
                                    

Τα φώτα της πόλης άναβαν για ακόμη μαι νύχτα . Πριν από λίγες μέρες είχε χιονίσει και ο ψυχρός αέρας κρατούσε το λευκό στρώμα απλωμένο παντού . Το θέαμα σε αποστομώνε ακόμη καο εάν το παρατηρούσες από μακρυά . Έμοιαζε με μια οπτασία του παραδείσου .
Η φλωρεντια ήταν ανέκαθεν η αγαπημένη της πόλη . Δίχως να γνωρίζει τον λόγο , δίχως μα θυμάται το γιατί . Κάθε φορά που βρισκόταν σε αυτή ένιωθε περίεργα . Ήταν όμορφο συναίσθημα δεν το αρνιούνταν ποτέ .
Τώρα όμως ήταν φυλακισμένη μέσα στην ίδια της την ευτυχία . Το μέρος που άλλωστε ένιωθε σαν το σπίτι της τώρα είχε μετατραπεί σε μια αφόρητη κράτηση της εκεί . Ο ριτσαρντ ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα για να της φέρει τρόφιμα . Κάθε φορά που άκουγε το κλειδί στην πόρτα έτρεχα στο δωμάτιο της κλειδώνοντας για να μην μπορεί να την πλησιάσει . Περίμενε εκεί για ώρες μέχρι εκείνος μα φύγει έτσι οπως είχε έρθει . Αθόρυβα . Έτρωγε ελάχιστα για να κρατιέται στα πόδια της και χάζευε με τις ώρες την πόλη να αλλάζει καθώς η μέρα διαδεχόταν την νύχτα, η βροχή τον ήλιο και έπειτα το πυκνό χιόνι των τελευταίων ημερών .
Μπορούσε να δει τους περαστικούς που ήταν αγκαλιασμένοι στο πεζοδρόμιο έξω από το διαμέρισμα της και βαθειά μέσα της γνώριζε πως είχε ζήσει και εκείνη την ίδια ευτυχία που τώρα ζήλευε .
Έκλεινε τα μάτια της και φανταζόταν έναν δικό της κόσμο. Ένα όμορφο λιβάδι , όπου έτρεχε ελεύθερη μαζί με την κόρη της . Υπήρχε και μια θολή αντρική φιγούρα σε αυτό το όραμα . Όμως κάθε φορά που προσπαθούσε να εστιάσει σε εκείνη τα μάτια της άνοιγαν αμέσως και η Εδέμ της έπαυε να υπάρχει .

Ήταν υπομονετική . Έπρεπε να υπομείνει όλα αυτά προκειμένου να ξαναδεί την Μιρα . Ο ριτσαρντ την άφηνε να της μιλήσει για λίγο στο τηλέφωνο . Η συνομιλία τους όμως μου ο θλίψη της προκαλούσε .
Η μικρή την ζητούσε συνεχώς μέσα από δάκρυα και αναφιλητά που έσπαγαν την καρδιά της . Δεν άντεχε να την ακούει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα για να πάψει το κλαμμα της . Έπειτα η διαδικασία ήταν πάντα η ίδια . Έπρεπε να πει πως είχε δουλειά , ο ριτσαρντ θα έπαιρνε το ακουστικό από την μικρή και λέγοντας μια ξερή καληνύχτα θα έκλεινε την γραμμή διακόπτοντας κάθε επιθυμία . Δεν είχε τολμήσει να καλέσει ποτέ από μου η της . Φοβόταν πως αυτό θα τον εξόργισε και πως έτσι θα καθυστερούσε να ξανά σμίξει με τον άγγελο της .
Τος νύχτες έκλαιγε βουβά οι τοίχοι απορροφούσαν κάθε αναφιλητο που ξέφευγε από το στόμα της , τα σεντόνια ποτό όταν με τα δάκρυα της . Τα μπω της μάτια είχαν χάσει την λάμψη τους . Είχαν γίνει σκουρόχρωμα και άχαρα . Δεν υπήρχε κάτι που να της φτιάξει την διάθεση έτσι κι αλλιώς .

Συμβόλαιο θανάτου #TYS18Where stories live. Discover now