Ο βωμός των αναμνήσεων

128 10 3
                                    

Η Ελπίδα παρατηρούσε τις δύο γυναίκες που έσφιγγαν η μία την άλλη στην προσπάθειά τους να νιώσουν και πάλι ενωμένες. Η Δρόσω απομακρύνθηκε πρώτη. Έριξε μια βιαστική ματιά στο μικρό κορίτσι που τις κοιτούσε με τα μεγάλα καστανά του μάτια. "Μου έλειψες τόσο πολύ Λενιώ μου. Η απουσία σου όλα αυτά τα χρόνια ήταν οδυνηρή" αποκρίθηκε κι ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της. "Κι εμένα μου λείψατε. Τώρα όμως είμαι εδώ και θα σας εξηγήσω τα πάντα. Ελπίζω μόνο να με συγχωρήσετε" της είπε κι η Δρόσω της ένευσε με κατανόηση. "Ελπίδα μου" η Ελένη στράφηκε στην κόρη της κι εκείνη πήγε κοντά της κάπως διστακτικά. "Εσύ είσαι η Ελπίδα;" ρώτησε η Δρόσω με ένα παιχνιδιάρικο τόνο και η μικρή ένευσε καταφατικά. "Εγώ είμαι η θεία Δρόσω" της είπε κι η Ελπίδα χαμογέλασε γλυκά στη γυναίκα που είχε απέναντί της. "Το ξέρω". "Μπορώ να σε πάρω μία αγκαλιά;" αναρωτήθηκε η κοπέλα κι αμέσως η Ελπίδα χώθηκε στην αγκαλιά της θείας της νιώθοντας μια παράξενη οικειότητα μαζί της κι ας ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε.

Δεν είχε καταφέρει να γνωρίσει την οικογένεια της μητέρας της ούτε από φωτογραφίες, παρά μόνο τον παππού και τη γιαγιά της που είχαν πεθάνει. Φοβόταν μήπως κάποια στιγμή έφταναν για κάποιο λόγο στη Θεσσαλονίκη και τους αναγνώριζε. Με τους γονείς της όμως δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος. Της είχε δείξει φωτογραφίες, τις οποίες μετά κρατούσε σα φυλαχτό και προσευχόταν να τη βοηθήσουν, να της δείξουν τον σωστό δρόμο, ώστε να καταφέρει να ζήσει τη ζωή που πάντα ήθελε, τη ζωή που είχε ανάγκη. Για τον ίδιο λόγο φρόντισε ποτέ να μην πέσει στα χέρια της η μοναδική φωτογραφία του Λάμπρου που κρατούσε ως φυλαχτό.

Μόλις μπήκαν στο σπίτι δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της Ελένης αλλά προσπάθησε να συγκρατηθεί για χάρη του παιδιού. Κοιτούσε νοσταλγικά κάθε γωνιά κι έφερνε στο νου της όλες τις ευχάριστες αναμνήσεις. Ένιωσε να την αγκαλιάζει η ζεστασιά του πατρικού της και κατάλαβε ότι αυτό ήταν που χρειαζόταν τόσα χρόνια. Της είχε λείψει η θαλπωρή που ένιωθε σε αυτό το μέρος. Μπορεί τα πράγματα πάντα να ήταν δύσκολα όμως η ζεστασιά αυτού του σπιτιού κρατούσε μακριά κάθε άσχημη στιγμή. Κάθε εφιάλτη.

"Πήγαινε να τακτοποιηθείς στην κάμαρή σου κι αναλαμβάνω εγώ να απασχολήσω την ανιψιά μου" αποκρίθηκε η Δρόσω θέλοντας να ελαφρύνει λίγο το κλίμα κι η Ελπίδα άφησε διστακτικά το χέρι της μητέρας της. "Μαμά μαζί θα κοιμηθούμε;" απόρησε κι η Ελένη της χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο. "Ναι καρδούλα μου" τη διαβεβαίωσε και το μικρό κορίτσι στράφηκε στη θεία του. "Τι θα παίξουμε;". Ένα αχνό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της Δρόσως και τη σήκωσε στην αγκαλιά της. "Εσύ τι θες; Μήπως, να σου φτιάξω πλεξούδες τα μαλλιά σου, που είναι τόσο ωραία; Τι λες; Θα σου πηγαίνουν πολύ". Η μικρή έδειξε για λίγο ότι το σκέφτεται κι ύστερα κούνησε καταφατικά το κεφαλάκι της. "Μην μου τραβήξεις όμως δυνατά τα μαλλιά γιατί πονάνε" παραπονέθηκε κάνοντας τη θεία της να γελάσει. "Εντάξει, δε θα στα τραβάω στι υπόσχομαι".

Το μυστικόWhere stories live. Discover now