Ξετυλίγοντας το πέπλο της αλήθειας

155 13 3
                                    

Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά κι όμως της φάνηκαν αιώνας. Η θέα του της έκοψε την ανάσα. Ελένη προσπάθησε να καταπιεί τον κόμπο που είχε κολλήσει στον λαιμό της. Ασυναίσθητα έσφιξε την Ελπίδα στο σώμα της. "Καλησπέρα" ψέλλισε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Ένας Θεός ήξερε πώς συγκρατήθηκε και δεν έπεσε στην αγκαλιά του, πώς δεν του φώναξε ότι αυτό είναι το παιδί του. Ήθελε να τρέξει να τον φιλήσει. Να γευτεί ξανά τα χείλη του που τόσο της είχαν λείψει. Αποζητούσε τη ζεστασιά του. Το κορμί της ήθελε το δικό του για να νιώσει ολόκληρο. Η καρδιά της έπρεπε να χτυπήσει φυσιολογικά. Χάθηκε στο βλέμμα του  που ήταν μετέωρο πάνω της. Δεν ήξερε πώς κρατήθηκε και δε λιποθύμησε εκεί μπροστά του. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ. Κανείς δεν ήξερε τι θα ακολουθήσει μετά από αυτή τη συνάντηση.

Την κοιτούσε σα χαμένος. Δεν ήξερε τι να τις πει, από πού να αρχίσει. Προσπαθούσε να βάλει τις συλλαβές σε σωστή σειρά, να βρει τις κατάλληλες λέξεις. "Πότε... πότε γύρισες;" κατάφερε να πει με ένα ελαφρύ τρέμουλο, έναν ενδοιασμό πως αν της μιλήσει θα χαθεί ξανά από μπροστά του, όπως χανόταν τόσο καιρό από τα όνειρά του. Η φωνή του...Πόσο της είχε λείψει να την ακούει! "Σήμερα το πρωί" ψέλλισε και η φωνή της βγήκε με δυσκολία. "Πώς είσαι;" τον ρώτησε με μια απόκοσμη τρυφερότητα να χαρακτηρίζει τη χροιά της. "Καλά" απάντησε εκείνος μονολεκτικά. Ήθελε να τη ρωτήσει τα πάντα, να μάθει την αλήθεια για τη φυγή της αλλά δεν έβρισκε τα λόγια, δεν μπορούσε να οργανώσει τις σκέψεις του. Ένιωθε ανήμπορος να κάνει το οτιδήποτε. Γι' αυτό έμεινε απλώς να την κοιτάζει απολαμβάνοντας τη μορφή της. Το βλέμμα του στράφηκε αμέσως στο μικρό κορίτσι που κρατούσε το χέρι της. "Η κόρη σου;" αναρωτήθηκε κι η καρδιά του σφίχτηκε. Του ένευσε καταφατικά.   Είδε το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει. Προσπάθησε να συγκρατήσει τον λυγμό που ανέβηκε στον λαιμό του. Η σκέψη και μόνο ότι είχε χαθεί πλέον κάθε ελπίδα γι' αυτούς του δημιουργούσε ταραχή. 

"Να σου ζήσει είναι πολύ όμορφη" αποκρίθηκε. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να συγκρατηθεί, να μην αφήσει τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί στα μάτια της να κυλήσουν στο πρόσωπό της. "Σ' ευχαριστώ. Κι εσύ... κι εσύ να χαίρεσαι τα παιδιά σου" του αντιγύρισε. Ένα αχνό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του. "Εγώ... Δεν έχω παιδιά" ψέλλισε και μόνο τότε πρόσεξε η Ελένη ότι η βέρα έλειπε από το δάχτυλό του, σαν κάποιος να πήρε μακριά το σύννεφο που της έκρυβε την αλήθεια. Η φράση του αντήχησε δυνατά στο μυαλό της. Δεν είχε παιδιά. Πόσο ειρωνική αυτή η φράση. Η κόρη του ήταν μόνο λίγα μέτρα μακριά του. Ένιωσε σα να της χώνουν ένα μαχαίρι βαθιά στην καρδιά της και να το στρίβουν μέχρι να την απότελειώσουν, μέχρι το αίμα να στερέψει στο σώμα της. "Συγγνώμη δεν ήξερα..." αποκρίθηκε κι ο Λάμπρος της ένευσε αδιάφορα. "Εσένα μικρή μου πώς σε λένε;" στράφηκε στη μικρή σκύβοντας προς το μέρος της και τσιμπώντας παιχνιδιάρικα τη μύτη της. "Ελπίδα" απάντησε γελώντας το παιδί που από την πρώτη στιγμή ένιωσε μια περίεργη, βαθιά σύνδεση με τον άνθρωπο που είχε απέναντί της κι ας τον αντίκριζε πρώτη φορά στη ζωή της. Η μορφή του έμοιαζε πολύ με αυτή που κυρίευε τα όνειρά της και την προστάτευε τις νύχτες από τους εφιάλτες. Το Θεϊκό χέρι που δεν μπορούσε ποτέ να δει αλλά ένιωθε πάντα κοντά της. "Έχεις πολύ όμορφο όνομα" της είπε κι εκείνη τον ευχαρίστησε ευγενικά. Η Ελένη είχε στρέψει το βλέμμα της αλλού προσπαθώντας να κρύψει τα υγρά μονοπάτια που είχαν χαραχτεί στα μάγουλά της από τα δάκρυά της.

Το μυστικόWhere stories live. Discover now