Ήθελα κάτι να σου πω

131 10 0
                                    

Εκείνο το πρωί ήταν διαφορετικό απ' όλα τα άλλα. Η Ελένη ετοίμασε ένα όμορφο πρωινό για την κόρη της και ενημέρωσε την αδερφή της ότι θα λείψουν για μερικές ώρες. "Κάτι έχεις εσύ" παρατήρησε η Δρόσω. "Κάτι πάνω σου έχει αλλάξει. Φαίνεσαι διαφορετική". Η Ελένη προσπάθησε να κρύψει το ελαφρό κοκκίνισμα που απλώθηκε στα μάγουλά της και το χαμόγελο που απλωνόταν στα χείλη της. "Ιδέα σου είναι" ψέλλισε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. "Αλήθεια... Πού ήσουν μέσα στη μαύρη νύχτα;" αναρωτήθηκε κι η Ελένη σάστισε για μια στιγμή. "Τι εννοείς;". "Εννοώ ότι η μικρή κοιμόταν μόνη της στην κάμαρή σου κι εσύ έλειπες" της είπε κι η Ελένη ξεφύσησε νευρικά. "Ήρθε ο Λάμπρος;" ρώτησε αν και γνώριζε ήδη την απάντηση. Της ένευσε θετικά. "Ήθελε να δει την Ελπίδα και να μιλήσουμε" της εξήγησε. "Τα βρήκατε;" αποκρίθηκε η Δρόσω κι η Ελένη την κοίταξε παγωμένη. "Μην κάνεις σα να μη καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι εννοώ". "Ναι" ψέλλισε κι η φωνή της ίσα που ακούστηκε. Η Δρόσω της χαμογέλασε. "Ήταν θέμα χρόνου" παρατήρησε. "Αρκετά βασανιστήκατε κι οι δυο έξι χρόνια τώρα. Έχετε ένα παιδί και μια ζωή ολόκληρη μπροστά σας για να πραγματοποιήσετε τα όνειρά σας. Είσαι ευτυχισμένη;". Ένα αχνό γέλιο δραπέτευσε από τα χείλη της. "Είμαι" παραδέχτηκε χαμογελώντας γλυκά. "Φαίνεται". Έλεγε την αλήθεια. Τα μάτια της που άστραφταν λες κι είχαν βρει το φως τους μιλούσαν από μόνα τους. "Σου αξίζει αυτή η ευτυχία, κοίτα να τη χαρείς" τη συμβούλευσε κι η Λενιώ την έκλεισε σε μια στοργική αγκαλιά.

Η πόρτα της κάμαρης άνοιξε κι η Ελπίδα βγήκε νυσταγμένη από μέσα. "Καλώς το κορίτσι μου. Καλημέρα" αναφώνησε η Ελένη κι έσκυψε στο ύψος της για να αφήσει ένα φιλί στο μάγουλό της. "Καλημέρα" είπε νυσταγμένα και κάθισε σε μια καρέκλα. "Έλα να πιεις το γάλα σου γιατί μετά θα πάμε μια βόλτα". Τα μάτια της μικρής άστραψαν στιγμιαία. "Τι βόλτα;" αναρωτήθηκε κι η Ελένη της ένευσε συνωμοτικά. "Θα δεις. Είναι μυστικό" αποκρίθηκε κι η Ελπίδα άρχισε να τρώει γρήγορα πάνω στην ανυπομονησία της για την έκπληξη της μητέρας της.

Ο Λάμπρος γύρισε ξημερώματα στο σπίτι του μόνο και μόνο για να πλυθεί και να φορέσει καθαρά ρούχα. "Πού ήσουν αγόρι μου; Ανησύχησα" του είπε ο Μιλτιάδης όταν τον είδε. "Φοβήθηκες μήπως έκανα κακό στον εαυτό μου;" κάγχασε. Ο άντρας κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι. Αισθανόταν άσχημα κι ο ίδιος που του μιλούσε έτσι αλλά ο θυμός μέσα του δεν είχε κοπάσει ακόμα. Δεν μπορούσε να του συγχωρήσει τόσο εύκολα αυτό που είχε μάθει γνωρίζοντας ότι στερήθηκε το παιδί του έξι ολόκληρα χρόνια. Ο Μιλτιάδης τον καταλάβαινε. Δεν του κρατούσε κακία. Ήξερε το λάθος του και ήλπιζε κάποια στιγμή στο μέλλον να μπορέσει ο γιος του να τον εμπιστευτεί ξανά. 

Το μυστικόWhere stories live. Discover now